10 χρόνια χωρίς τον σεβ. Ρεθύμνης κυρό Άνθιμο

Μέσα στην ακατάπαυστη ροή του χρόνου, όπου πρόσωπα μέσα στην ιστορία του κόσμου έρχονται και παρέρχονται, είναι εξαιρετικά δύσκολο να θυμηθεί ο κάθε άνθρωπος όλα όσα γνώρισε και έζησε.

Ωστόσο, υπάρχουν πρόσωπα και γεγονότα που για όλους τους ανθρώπους μένουν ανεξίτηλα, όχι μόνο μέσα στο μυαλό και την μνήμη, αλλά κυρίως μέσα στην καρδιά και την ψυχή του.

Δέκα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την μακαρία κοίμηση του αλίστου μνήμης γέροντος μητροπολίτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κυρού Άνθιμου (†2010 – 2020). Δέκα χρόνια απουσίας από τον κόσμο τούτο, από τα πρόσωπα που αγάπησε και αγαπήθηκε.

Ο Θεός, όμως, της αγάπης και της Αναστάσεως, μας δίνει την ελπίδα και την βεβαιότητα ότι η ζωή είναι αιώνια και μάλιστα ότι η αληθινή ζωή είναι κοντά Του· μια ζωή που αρχίζει από τα πρόσκαιρα και πορεύεται στα επουράνια. «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντι με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν. (Ιω. 5, 24)»

Ο θάνατος, λοιπόν, γίνεται πηγή χαράς και αποτελεί το μυστήριο των μυστηρίων· «ὅτι αὐτὸς ὁ κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι θεοῦ καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον. (Α ́ Θεσσ. 4, 16)»

Ως εκ τούτου, σεβαστέ μου Γέροντα, η κοίμησή σου μάς χαρίζει την βεβαιότητα της Αναστάσεως, την ελπίδα της όντως ζωής και της ανεκφράστου μακαριότητος.

Μυστήριο δεν αποτελεί μόνο ο θάνατος στον κόσμο αυτό, μυστήριο αποτελεί κυρίως η ζωή του κάθε ανθρώπου, η βιωτή, τα έργα και η καρδιά του. «Εἰ ἔχεις καρδίαν, δύνασαι σωθῆναι», κατά την πατερική ρύση.

Μια τέτοια καρδιά, πριν ακριβώς δέκα έτη χτυπούσε στον κόσμο για τον κόσμο, για την Εκκλησία, την μητρόπολή του, τον κλήρο και τον λαό, για όλα τα πνευματικά του τέκνα, για τον κάθε πονεμένο και πένητα.

Ενθυμούμαι πολλές φορές -ως νεαρός διάκονος τότε- μετά την υπηρεσία στα γραφεία της μητροπόλεως, να τον συνοδεύω για τις βιοτικές μέριμνες στα είδη τροφίμων, όπου μόνος του και με πολλή απλότητα έκανε την διαλογή.

Τελειώνοντας και φεύγοντας με το αυτοκίνητο μού έλεγε: «Διάκονε στάσου εδώ, δεν θ’ αργήσω, εσύ μην κατέβεις», για να πάρει ο ίδιος τα τρόφιμα και να τα διαμοιράσει σε ανθρώπους που δεν είχαν τίποτε στην ζωή αυτή.

Άλλοτε πάλι, εμπερίστατος στο Επισκοπείο, το οποίο μόλις είχε ανακαινιστεί, μου τηλεφώνησε ζητώντας μου να του μεταφέρω, από το μοναστήρι της μετανοίας μου, ένα κλώνο από το δέντρο της βερικοκιάς της Ι. Μονής, προκειμένου να το μπολιάσει –όχι ο ίδιος, καθώς τότε δεν μπορούσε να μετακινηθεί, αλλά κάποιος έτερος Διάκονος που γνώριζε από αυτά- σε κάποιο άλλο δέντρο του Επισκοπείου.

Φτάνοντας, αντίκρυσα από το κεντρικό μπαλκόνι του Επισκοπείου τον Γέροντα να καθοδηγεί τις κηπουρικές εργασίες (που τόσο αγαπούσε), της ευπρέπειας και της ευφορίας των καρπών της γης.

Δεν τον ένοιαζε αν θα απολάμβανε από τους καρπούς των χειρών του· αυτό που τον απασχολούσε μέχρι τέλους ήταν να συντελείται το έργο της Εκκλησίας, δείχνοντας τον δρόμο και τον τρόπο για μια Εκκλησία που δεν είναι προσωπικό κτήμα ουδενός, αλλά ένα «αμπέλι» που όλοι περνούν για να το καλλιεργήσουν για να καρποφορήσει «ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ. (Ιω. 15,2)»

Τα γεγονότα αυτά με σημάδεψαν έκτοτε, αφού γνώριζα καθημερινά ένα επίσκοπο και πνευματικό πατέρα που συνεχώς έκανε πολλά· όλοι εμείς όμως μαθαίναμε λίγα.

Πάμπολλα παραδείγματα απλότητος, φιλανθρωπίας, εργατικότητος και κυρίως ευθύτητας και ειλικρίνειας (που ευελπιστώ στο μέλλον να καταγραφούν).

Ήταν πατέρας στα δύσκολα και παιδαγωγός στην λειτουργική τάξη και τα διατεταγμένα της Εκκλησίας, χωρίς υποκρισία και προβολή.

Αγαπούσε και σεβόταν την Μητέρα Εκκλησία, τον πάνσεπτο Θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και πάντοτε μας μεταλαμπάδευε τον σεβασμό και την υπακοή που οφείλουμε υιικώς.

Ήταν ο ακούραστος εργάτης του Ευαγγελίου, που ποίμαινε με αφάνεια, προσοχή και προσευχή την μητρόπολη που τον έταξε ο Θεός, κάνοντας πράξη τα λόγια του Αποστόλου των εθνών Παύλου: «προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. (Πραξ. 20, 28)»

Οι δοκιμασίες στη ζωή του πολλές και επίπονες, κυρίως η περιπέτεια της υγείας του, η οποία είχε μαρτυρικό χαρακτήρα για εκείνον και όλα τα πνευματικά του τέκνα.

Ωστόσο το μαρτύριο του έδινε την μαρτυρία της πίστεως, της υπομονής και της καρτερικότητος προς όλους.

Ουδέποτε τον άκουσα να παραπονεθεί (ενώ οι πόνοι του ήταν πολλοί και συνεχείς), δόξαζε τον Θεό και το βλέμμα του χανόταν προσευχητικά εκεί που μόνο εκείνος ήξερε.

Η μόνη του αγωνία ήταν να σηκωθεί και πάλι από το κρεβάτι της δοκιμασίας για να μπορέσει να ξαναλειτουργήσει. Ήταν το μόνο που τελικά του έλειπε και για το μόνο που μιλούσε συνεχώς.

Μάλιστα, όταν τα πράγματα κάπως είχαν καλυτερέψει και αναμέναμε όλοι να ξαναζήσουμε τον Επίσκοπο και Γέροντά μας λειτουργούντα, ευλογούντα και αγιάζοντα ημάς, εκείνος έλεγε: «Θα λειτουργήσω πρώτη φορά στην εορτή της Παναγίας (ενν. Κοιμήσεως της Θεοτόκου)».

Η απάντηση από άλλο πνευματικό του τέκνο: «Γέροντά μου, στην γιορτή σας (3 Σεπτεμβρίου) και βλέπουμε» Ο Δεσπότης όμως, ήξερε, γνώριζε, ήταν προφανώς πληροφορημένος από τον ουρανό.

15 Αυγούστου του 2010, ανήμερα της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ξαφνικά και με φιλήσυχο πνεύμα – όπως μας πληροφόρησαν- η καρδιά που χτυπούσε για τους άλλους σταμάτησε να χτυπά και ο πολύς και απλός Μητροπολίτης Ρεθύμνου και Αυλοποτάμου Άνθιμος «μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν» (Ιω. 5, 24).

Η Παναγία που τόσο αγαπούσε και από νεότητος είχε αφιερώσει την ζωή του στο μοναστήρι της μετανοίας του (Ιερά Μονή Αγκαράθου), του έκανε μάλλον το χατήρι…!

Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι λίγες ημέρες πριν την κοίμησή του (12 Αυγούστου), είχε μεταβεί στο Ηράκλειο για μια προγραμματισμένη εξέταση.

Ζήτησε λοιπόν να σταματήσουν στον Ιερό Ναό της Παναγίας της «Χαρακιανής» (προσκύνημα της Ιεράς και Σεβασμίας Μονής Τιμίου Προδρόμου Ατάλης- Μπαλί, που ο ίδιος εκ βάθρων ως Ηγούμενος ανέστησε από τα ερείπια).

Ο Ηγούμενος της Ι. Μονής, π. Παρθένιος, κατά επιθυμία του, έφερε την θαυματουργή εικόνα και αφού την αγκάλιασε και προσκύνησε, της ψιθύρισε λόγο που κανείς μας ποτέ δεν έμαθε.

Σεβαστέ μου και πολυαγαπημένε μου Γέροντα,

δεν θα ξεχάσω ποτέ την ευεργεσία των χειρών σου, από τα οποία έλαβα την ιεροσύνη και στα οποία χρωστώ ό,τι είμαι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την παρακαταθήκη της αγάπης σου, την ειλικρίνεια και το σθένος της ευθύτητας που μας δίδαξες.

Εύχου Γέροντα για όλα τα πνευματικά σου τέκνα, τα οποία ηθέλησε ο Θεός να απαρφανέψουν πολύ νωρίς και που ποτέ δεν θα σε ξεχάσουν.

Ευλαβικά τούτη τη μέρα Γέροντα, κλίνω το γόνυ της ψυχής μου, εκζητώντας την ευχή σου.

Ας είναι αιωνία η μνήμη σου μέσα στην αιώνια μνήμη Του Θεού.

Το ελάχιστο πνευματικό σου τέκνο,

Αρχιμ. Αγαθάγγελος Κουμαρτζάκης Ηγούμενος Ι. Μονής Χρυσοσκαλιτίσσης

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content