Ἅγιος Μηνᾶς ὁ Μεγαλομάρτυρας «ὁ ἐν τῷ Κοτυαείῳ»

Δημοσιεύουμε στη συνέχεια ένα εξαιρετικά κατατοπιστικό άρθρο που αναφέρεται στο βίο του Αγίου Μηνά που εορτάζουμε αύριο Δευτέρα. Το κείμενο δημοσιεύεται σε εκκλησιαστικές ιστοσελίδες.

15Ἅγιος Μηνᾶς γεννήθηκε στήν Αἴγυπτο στά μέσα περίπου τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. ἀπό γονεῖς εἰδωλολάτρες. Ὡστόσο, τό εἰδωλολατρικό περιβάλλον στό ὁποῖο μεγάλωνε, δέν κατάφερε νά σκληρύνει τήν καρδιά του ἡ ὁποία, ὅταν ἦλθε ἡ στιγμή, σκίρτησε ἀκούγοντας τήν φωνή τοῦ «ἐτάζοντος καρδίας καί νεφρούς» (Ψαλμ.7, 10) Θεοῦ καί ἔτσι ὁ ἔφηβος ἀκόμη, Μηνᾶς, ἔγινε χριστιανός.
Μεγαλώνοντας, ἐπέλεξε νά σταδιοδρομήσει στόν Ρωμαϊκό στρατό, στό ἱππικό τάγμα τῶν Ρουταλικῶν, ὑπό τήν διοίκηση τοῦ Ἀργυρίσκου. Ἡ ἕδρα τῆς μονάδας του ἦταν στό Κοτυάειον (σημερινή Κιουτάχεια) τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ἐκεῖ ὁ Μηνάς διακρίθηκε καί γιά τήν φρόνησή του ἀλλά καί γιά τό ἀνδρεῖο του φρόνημα καί γι’ αὐτό ἔχαιρε ἐκτιμήσεως στό κύκλο τῶν στρατιωτικῶν.
Δυστυχῶς ὅμως, τρεῖς αἰῶνες μετά τήν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ καί ὁ παλαιός κόσμος ἀκόμη δέν ἤθελε νά δεχθεῖ τό λυτρωτικό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως, παραμένοντας αὐτάρεσκα, ἐγωιστικά καί αὐτοκαταστροφικά προσκολλημένος στήν φθορά καί τό σκοτάδι. Οἱ αὐτοκράτορες τῆς Ρώμης ἄρχισαν καί πάλι «πρός κέντρα λακτίζειν» (Πράξεις 26, 14). Ὁ Διοκλητιανός καί ὁ Μαξιμιανός διέταξαν διωγμό ἐναντίον τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ, διωγμό ὁ ὁποῖος κράτησε ἀπό τό 303 ἕως τό 311 μ.Χ. Ἔτσι, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες διατάχθηκαν νά συλλαμβάνουν καί νά τυραννοῦν τούς χριστιανούς προσπαθώντας νά τούς κάνουν νά ἀλλαξοπιστήσουν.

Αὐτή ἦταν καί ἡ πρώτη κρίσιμη στιγμή κατά τήν ὁποία ὁ Μηνᾶς κλήθηκε νά πεῖ «τό μεγάλο ναί ἢ τό μεγάλο ὄχι». Ἡ πίστη του στόν Χριστό νίκησε τήν κοσμική «σύνεση» καί λογική.
Ὁ Ἅγιος δέν ἄντεξε, πέταξε στήν γῆ τήν στρατιωτική του ζώνη ἀπεκδυόμενος μ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν ἰδιότητα τοῦ στρατιώτη – διώκτη τῶν χριστιανῶν, καί διέφυγε στό παρακείμενο ὄρος. Ἐκεῖ ἀσκήτευε, προτιμώντας τήν συντροφιά τῶν θηρίων τῆς φύσης ἀπό τήν συντροφιά τῶν ἀποθηριωμένων εἰδωλολατρῶν. Ἐκεῖ, «ἐν ἐρημίαις πλανώμενος καί ὄρεσι καί σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβρ. 11, 38), ἔζησε ἐπί ἀρκετό διάστημα μέ νηστεία, ἀγρυπνία καί προσευχή. Ἡ ἀσκητική ζωή καί ἡ ἡσυχία ἐθέρμαναν τήν καρδιά του ἀνάβοντας τόν θεῖο ἔρωτα καί τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου.
Ἔτσι, σέ ἡλικία πενήντα περίπου ἐτῶν, μετά ἀπό θεία ἀποκάλυψη ὅτι εἶχε φτάσει ἡ ὥρα τοῦ μαρτυρίου, κατέβηκε στήν πόλη, σέ μέρα εἰδωλολατρικοῦ πανηγυριοῦ καί μέ παρρησία, ἐν μέσῳ τῶν μαινομένων εἰδωλολατρῶν, ὁμολόγησε τόν Χριστό ὡς τόν ἕνα καί ἀληθινό Θεό, μυκτηρίζοντας τά κωφά καί ἀναίσθητα εἴδωλα.

Συνελήφθη καί σύρθηκε δερόμενος μπροστά στόν Πύρρο, τόν διοικητή τῆς πόλεως. Ἐκεῖ, μιλώντας μέ θάρρος, ἀποκάλυψε τό ὄνομά του, τήν καταγωγή του, τό στρατιωτικό του παρελθόν καί, φυσικά, διεκήρυξε μέ τόλμη καί ἀταλάντευτη ἐπιμονή τήν πίστη του στόν Χριστό. Ὁδηγήθηκε στήν φυλακή καί τό πρωί τῆς ἑπομένης ἡμέρας, μετά τό πέρας τοῦ εἰδωλολατρικοῦ πανηγυριοῦ, τόν παρουσίασαν καί πάλι ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος ὁ ὁποῖος τόν κατηγόρησε ὅτι ἐξύβρισε τούς θεούς καί μάλιστα μπροστά του καί ὅτι λιποτάκτησε ἀπό τόν στρατό. Ὁ Ἅγιος ἀποδέχθηκε τίς κατηγορίες χωρίς δισταγμό.
Ὁ Πύρρος, εὐλαβούμενος στήν ἀρχή τήν ἡλικία καί τήν εὐκοσμία του, προσπάθησε μέ λόγια καί ὑποσχέσεις ἀλλά καί μέ ἀπειλές στήν συνέχεια, νά τόν ἀποσπάσει ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν οἱ προσπάθειές του προσέκρουσαν στήν σταθερή ἄρνηση τοῦ Ἁγίου, διέταξε νά τόν ὑποβάλουν σέ ἀνυπόφορα βασανιστήρια. Οἱ δήμιοι τόν μαστίγωσαν τόσο πολύ ὥστε ἄλλαξαν δυό καί τρεῖς φορές οἱ μαστιγωτές του. Τόν κρέμασαν καί τόν ἔγδερναν μέχρι πού ἄρχισαν νά φαίνονται τά ἐσωτερικά ὄργανα τοῦ Ἁγίου. Ἔπειτα, σάν νά μήν ἔφθαναν αὐτά, ἔτριβαν τό καταπληγωμένο του σῶμα μέ τρίχινο ὕφασμα καί στό τέλος τόν ἔσερναν γυμνό καί κατακρεουργημένο πάνω σέ μεταλλικά ἀγκάθια. Ὅλα τά ὑπέμενε μέ γενναιότητα καί καρτεροψυχία ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, ἐφαρμόζοντας τό Εὐαγγελικό «καί μή φοβηθῆτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σῶμα, τήν δέ ψυχήν μή δυναμένων ἀποκτεῖναι» (Ματθαῖος 10, 28).
Μάλιστα, τήν ὥρα τοῦ μαρτυρίου, κάποιοι παλιοί συστρατιῶτες του τόν προέτρεπαν νά θυσιάσει στά εἴδωλα λέγοντας ὅτι ὁ Θεός του θά τόν δικαιολογήσει βλέποντας τά βασανιστήρια στά ὁποῖα τόν ὑπέβαλλαν. Ὁ Ἅγιος ἀρνήθηκε ἀποφασιστικά καί τούς ἀπάντησε ὅτι προσφέρει θυσία ἀκόμη καί τόν ἑαυτό του στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος τόν ἐνδυναμώνει γιά νά ὑπομένει τίς πληγές.

Ὁ ἡγεμόνας, θαυμάζοντας τήν εὐστοχία καί τήν σοφία τῶν ἀπαντήσεων τοῦ Μάρτυρα, τόν ρώτησε ἀπορρημένος πώς εἶναι δυνατόν ἕνας τραχύς στρατιώτης σάν αὐτόν νά μπορεῖ νά ἀπαντᾶ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο. Καί ὁ Ἅγιος, μέ τή φώτιση τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκρίθηκε ὅτι αὐτή τήν ἱκανότητα τήν χαρίζει στούς μάρτυρές του ὁ Χριστός, ὅπως ἔχει ὑποσχεθεῖ στό Εὐαγγέλιο: «ὅταν δέ προσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπί τάς συναγωγάς καί τάς ἀρχάς καί τάς ἐξουσίας, μή μεριμνᾶτε πώς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε. Τό γάρ Ἅγιον Πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν» (Λουκᾶ ιβ’ 11 – 12).
Τότε, ἀπελπισμένος ὁ τύραννος, διέταξε νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Βαδίζοντας πρός τόν τόπο τῆς ἐκτέλεσης ὁ Ἅγιος πρόλαβε νά ζητήσει ἀπό κάποιους κρυπτοχριστιανούς νά μεταφέρουν τό λείψανό του στήν Αἴγυπτο.
Ὁ ἀποκεφαλισμός του ἔγινε τήν 11η Νοεμβρίου στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰ. μ.Χ. καί ἔτσι ἡ ψυχή του πέταξε χαρούμενη πρός τόν Σωτῆρα Χριστό τόν ὁποῖο τόσο ἐπόθησε ὁ Ἅγιος καί γιά τόν ὁποῖο θυσιάσθηκε. Οἱ δήμιοι ἄναψαν φωτιά γιά νά κάψουν τό σῶμα του.
Ὅτι κατάφεραν οἱ χριστιανοί νά περισώσουν ἀπό τήν πυρά τό μετέφεραν στήν Αἴγυπτο καί τό ἔθαψαν κοντά στήν Μαρεώτιδα λίμνη, νοτιοδυτικά τῆς Ἀλεξάνδρειας.
Στό σημεῖο ἐκεῖνο σταμάτησε, κατά τήν παράδοση, ἡ καμήλα πού μετέφερε τά λείψανα ἀρνούμενη πεισματικά νά προχωρήσει. Ἔτσι οἱ χριστιανοί κατάλαβαν ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νά ἐνταφιασθοῦν ἐκεῖ τά λείψανα τοῦ Ἁγίου.
Ἡ περιοχή τοῦ τάφου πολύ σύντομα ἐξελίχθηκε σέ προσκυνηματικό – λατρευτικό κέντρο.
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὅταν ἦταν Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἀνήγειρε ναό πάνω στόν τάφο τοῦ Ἁγίου. Σέ λίγα χρόνια δημιουργήθηκε ἐκεῖ ἐκτεταμένο κτιριακό συγκρότημα τό ὁποῖο περιελάμβανε δύο ναούς, μοναστῆρι, ξενῶνες καί ἄλλες ἐγκαταστάσεις.

 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content