grylos-aggouridakis

Ο πολιτικός βίος του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη

Στις 29 Μαϊου συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από το θάνατο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Σ΄αυτή την επέτειο είναι αφιερωμένο το αφιέρωμα που ακολουθεί.

 

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης γεννήθηκε στην Χαλέπα Χανίων, στις 18 Οκτωβρίου 1918 και απεβίωσε στην Αθήνα, στις 29 Μαΐου 2017.. Διετέλεσε πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας (1 Σεπτεμβρίου 1984 – 3 Νοεμβρίου 1993) καθώς και πρωθυπουργός (11 Απριλίου 1990 – 13 Οκτωβρίου 1993).

Καταγόμενος από οικογένεια με πολιτική παράδοση ασχολήθηκε από νωρίς με την πολιτική εκλεγόμενος βουλευτής Χανίων ήδη από τις εκλογές του 1946. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ενώσεως Κέντρου λαμβάνοντας μέρος στον επονομαζόμενο Ανένδοτο Αγώνα των ετών 1961-63, κατά της Κυβέρνησης του 1961 του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που οδήγησε την κεντρώα παράταξη στην εξουσία έπειτα από μακρά περίοδο παραμονής της στην αντιπολίτευση, καθώς και στην κρίση που ακολούθησε τον Ιούλιο του 1965, οπότε ερχόμενος σε αντίθεση με τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου αποχώρησε από την κυβέρνηση μαζί με άλλα στελέχη, χαρακτηριζόμενοι επί τούτου «αποστάτες» και «προδότες» της Ένωσης Κέντρου, σχηματίζοντας τις λεγόμενες «Κυβερνήσεις των Αποστατών» (αυτές των Αθανασιάδη-Νόβα, Τσιριμώκου και του Στεφανόπουλου). Με το ξέσπασμα του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου συνελήφθη και εν συνεχεία μετέβη στο εξωτερικό, όπου ανέπτυξε αντιδικτατορική δράση.

Μεταπολιτευτικά δημιούργησε το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων που εξέλεξε στις εκλογές του 1977 δυο βουλευτές, τον ίδιο και τον Παύλο Βαρδινογιάννη. Το επόμενο έτος εντάχθηκε στη Νέα Δημοκρατία και την 1η Σεπτεμβρίου του 1984 εξελέγη αρχηγός της. Ηγήθηκε του κόμματος στις εκλογές του 1985, στις οποίες και ηττήθηκε. Μετά την ήττα παραιτήθηκε και έθεσε εκ νέου θέμα ηγεσίας. Στις εσωκομματικές εκλογές που ακολούθησαν επανεξελέγη πρόεδρος. Στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του 1989 (Ιουνίου και Νοεμβρίου) δεν κατάφερε να κερδίσει την αυτοδυναμία, το πέτυχε όμως σε αυτές της 8ης Απριλίου του 1990, οπότε και σχημάτισε Κυβέρνηση υπό την προεδρία του. Στις επόμενες εκλογές ηττήθηκε και παραιτήθηκε από την ηγεσία της ΝΔ, του απονεμήθηκε δε ο τίτλος του επιτίμου προέδρου του κόμματος.

Εκλεγόταν βουλευτής μέχρι το 2004. Παρά την παύση της κοινοβουλευτικής του δράσης εξακολουθούσε να προβαίνει σε πολιτικές παρεμβάσεις διαμέσου των μέσων ενημέρωσης ή της επαφής του με πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες.

Τα πρώτα χρόνια

Η οικογένεια Κυριάκου Μητσοτάκη φιλοξενεί τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Διακρίνονται από αριστερά: ο πατέρας Κυριάκος, ο Λευτέρης, η μητέρα Σταυρούλα, ο Χαράλαμπος, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (μπροστά από τον Ελευθέριο Βενιζέλο), η γιαγιά Κατίγκω, αδελφή του Ελευθερίου Βενιζέλου και η αδελφή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, Καίτη.

 

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ήταν ο δευτερότοκος γιος του Κυριάκου Μητσοτάκη, δικηγόρου και βουλευτή, και της Σταυρούλας Πλουμιδάκη. Από την πλευρά του πατέρα του ήταν εγγονός του Κωστή Μητσοτάκη (1845–1898), ιδρυτή του Κόμματος των Ξυπολήτων, το οποίο παρέλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετονομάζοντάς το σε Κόμμα των Φιλελευθέρων, και της Κατίγκως Βενιζέλου, αδελφής του Ελευθέριου Βενιζέλου, καθώς και ανιψιός του Αριστομένη Μητσοτάκη και του Σοφοκλή Βενιζέλου. Από την πλευρά της μητέρας του ήταν εγγονός του Χαράλαμπου Πλουμιδάκη, δικηγόρου, βουλευτή και πρώτου ξαδέλφου του Ελευθερίου Βενιζέλου. Παιδιόθεν έλαβε επιμελημένη μόρφωση καθώς στο σπίτι υπήρχε η βιβλιοθήκη του πατέρα του και του παππού του ενώ υπήρχε και Γερμανίδα δασκάλα. Σε ηλικία δέκα ετών εισήλθε κατόπιν εξετάσεων στο Πρακτικό Λύκειο Χανίων.

Σπούδασε στη Νομική Αθηνών, αν και ο ίδιος επιθυμούσε να σπουδάσει στο Πολυτεχνείο με δαπάνες από κληροδότημα που είχε ορίσει για τις σπουδές του ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Λίγο πριν από την έναρξη του Πολέμου κατετάγη στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού στη Σύρο. Με το ξέσπασμα του Β΄ΠΠ κατετάγη στον Στρατό πολεμώντας ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός στη Μακεδονία εναντίον της εισβολής των Γερμανών στην Ελλάδα, μένοντας στη γραμμή του μετώπου ενάμιση μήνα. Στην υποχώρηση κατέβηκε διασχίζοντας την Πίνδο, τα Βαρδούσια, τον θεσσαλικό κάμπο κι έφτασε στο Βέλο Κορινθίας.

Στην γερμανική κατοχή

Το καλοκαίρι του 1942 κατόρθωσε να λάβει άδεια προκειμένου να μεταβεί με καΐκι στην Κρήτη με ενδιάμεσους σταθμούς την Ύδρα και τον Γέρακα. Την περίοδο της γερμανικής κατοχής συμμετείχε στην Αντίσταση κατά των κατακτητών προσχωρώντας στην Εθνική Οργάνωση Κρήτης, «πολιτικός χώρος που του ταίριαζε» διότι «δεν ήταν κομμουνιστής ή φιλοαριστερός». Ο Μάρκος Σπανουδάκης μύησε τον Μητσοτάκη στην οργάνωση αυτή. Παράλληλα ως δικηγόρος υπεράσπιζε Έλληνες αντιστασιακούς οι οποίοι είχαν συλληφθεί από τις δυνάμεις κατοχής στο Στρατοδικείο Χανίων και περιόδευε σε χωριά με σκοπό την στράτευση νέων μελών στην ΕΟΚ. Πρωταγωνίστησε στην πραγματοποίηση των συμφωνιών του Θερίσσου και της Τρομάρισσας (7 Νοεμβρίου 1943 συμφωνία Θερίσσου και 15 Σεπτεμβρίου 1944 στην Τρομάρισσα) μεταξύ ΕΟΚ και ΕΑΜ, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την αποφυγή της εμφύλιας διαμάχης στην Κρήτη. Ανήκε στο δίκτυο πληροφοριών Πεντάδυμα. Φέρνει σε επαφή απεσταλμένους του συμμαχικού στρατηγείου, όπως τον Stephen Verney με αντιναζιστές αξιωματικούς.

Για τη δράση του αυτή φυλακίστηκε και καταδικάστηκε δύο φορές σε θάνατο από τους Γερμανούς: η πρώτη φορά ήταν στις 6 Φεβρουάριο του 1944, περίοδο έξαρσης του αντιστασιακού αγώνα των Κρητών και των αντιποίνων των Γερμανών. Φυλακίσθηκε αρχικά στην παλιά Βενετική φυλακή Φιρκά και μετά μεταφέρθηκε στη φυλακή Αγυιάς. Απελευθερώθηκε στις 25 Μαρτίου 1944. Στη συνέχεια αναπτύσσει πιο έντονη πολιτική δράση που αποσκοπεί στην ενθάρρυνση των Γερμανών να αυτομολήσουν στο συμμαχικό στρατόπεδο και στην ενίσχυση της πολιτικής υποστήριξης προς την ΕΟΚ. Τελικά συλλαμβάνεται στις 23 Οκτωβρίου 1944, επειδή σχεδίαζε με άλλους συγκρατούμενούς του να δραπετεύσει και αποκαλύφθηκε υπήρχε πιθανό ενδεχόμενο να εκτελεσθεί. Συγγενικά του πρόσωπα κινητοποιήθηκαν για να τον απελευθερώσουν, και τελικά με απόφαση του Γενικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής ανταλλάχθηκαν τριάντα Γερμανοί αιχμάλωτοι με δέκα Έλληνες συμπεριλαμβανομένου και του Μητσοτάκη στην περιοχή Γεωργιούπολης στις 31 Μαρτίου 1945. Μετά την αποφυλάκισή του πηγαίνει στο Ρέθυμνο και μετά στο Ηράκλειο.

Για την αντιστασιακή του δράση έλαβε μετάλλια από το ελληνικό και το βρετανικό κράτος, ενώ το 1986 τιμήθηκε από το Βρετανικό Κοινοβούλιο. Μετά την παράδοση των Γερμανών ο Μητσοτάκης υπηρετεί στην αγγλική υπηρεσία πληροφοριών ως σύνδεσμος με την Ελληνική Στρατιωτική Διοίκηση.

Πρώιμη πολιτική σταδιοδρομία

Στις εκλογές της 31ης Μαρτίου του 1946 εξελέγη τελευταίος βουλευτής Χανίων με το Κόμμα των Φιλελευθέρων και τάχθηκε υπέρ της αβασίλευτης Δημοκρατίας. Το καλοκαίρι του 1946 συμμετείχε ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των εγκληματιών πολέμου Γερμανών στρατιωτικών που είχαν δράσει στην Κρήτη. Το 1950 εξελέγη πρώτος βουλευτής Χανίων με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Σε ηλικία 32 ετών, τον Φεβρουάριο του 1951, ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υφυπουργού Οικονομικών επί κυβερνήσεως Σοφοκλή Βενιζέλου (1η Φεβρουαρίου-27 Οκτωβρίου 1951), και στον επόμενο ανασχηματισμό, τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ανέλαβε τα υπουργεία Συγκοινωνιών (4-30 Ιουλίου 1951) και Δημόσιων Έργων (30 Σεπτεμβρίου-27 Οκτωβρίου 1951). Από το 1952 αρχίζει να φέρεται ως διεκδικητής της ηγεσίας του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Το 1959 στα πλαίσια του προγράμματος Foreign Leader Program καλείται μετά από επιλογή της αμερικανικής πρεσβείας, μεταξύ άλλων προσώπων που θεωρούνται διαμορφωτές της κοινής γνώμης και που εκτιμώνται ότι θα πρωταγωνιστήσουν τα επόμενα χρόνια στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, για μερικές εβδομάδες στις ΗΠΑ, όπου πραγματοποιεί επαφές και επισκέψεις,παρακολουθεί σεμινάρια ώστε να αποτελέσει μέρος δικτύου προσώπων-προπαγανδιστών των ΗΠΑ στην Ελλάδα.

Ο Μητσοτάκης και το Καζαντζακικό ζήτημα

Το 1955 υπερασπίστηκε τον Νίκο Καζαντζάκη στο Κοινοβούλιο, όταν αυτός διωκόταν για λόγους θρησκευτικής προκατάληψης. Μαζί με τους Αναστάσιο Βουλοδήμο και Γεώργιο Τζατζάνη κατάθεσαν επερώτηση στη Βουλή σχετικά με την κατάσχεση βιβλίων του Καζαντζάκη στην επαρχία. Σε συζήτηση που έλαβε χώρα στις 11 Μαρτίου 1955 στη Βουλή, μεταξύ άλλων χαρακτήρισε τον Καζαντζάκη, «μεγάλο λογοτέχνη», «αληθινό πατριώτη» και «αληθινό χριστιανό» με «βαθύ και πηγαίο θρησκευτικό συναίσθημα». Ο Νικόλαος Τωμαδάκης αντέδρασε στην παρέμβαση του Μητσοτάκη και με επιστολή του προς τον Κρητικό βουλευτή τη χαρακτήρισε ως προϊόν «πολιτικής σκοπιμότητας», η οποία «σε κάθε περίπτωση συνιστά ή προϊόν αδιαφορίας προς τον Χριστιανισμό ή μη ανάγνωσης των Καζαντζακικών έργων».

Προς την Ένωση Κέντρου

Ο Μητσοτάκης ασκεί αντιπολίτευση εναντίον των δύο πρώην συναρχηγών των Φιλελευθέρων Παπανδρέου και Βενιζέλου αναφορικά με την μη τήρηση από τους δύο ηγέτες των κανόνων ενδοκομματικής δημοκρατίας και την εναντίωσή τους ως αντιπροέδρων της κυβέρνησης στην πολιτική λήθης και κατευνασμού του Πλαστήρα. Η άνοδος της ΕΡΕ και του Κωνσταντίνου Καραμανλή συμβάλει στη δημιουργία μιας τάσης ενοποίησης του κεντρώου χώρου. Ο Μητσοτάκης μαζί με τον Γεώργιο Καρτάλη προσεγγίζουν τον Γεώργιο Παπανδρέου για να του προτείνουν τη συγχώνευση του κόμματος των φιλελευθέρων και της Φιλελέυθερης Δημοκρατικής Ένωσης. Ένα χρόνο πριν την εκλογική αναμέτρηση του 1958, τον Ιανουάριο του 1957, ο βουλευτής των Φιλελευθέρων Στυλιανός Πιστολάκης με άρθρο του επιτίθεται στον Μητσοτάκη αφήνοντας υπαινιγμούς για αθέμιτο πλουτισμό του και για τον ρόλο του στην σύσταση της Τ.Α.Ε. Επρόκειτο για μια «ενδοκομματική αντιπολίτευση». Ο Μητσοτάκης αντίθετος ων με τον εκλογικό νόμο με τον οποίο είχαν διεξαχθεί οι εκλογές εισηγείται η λήψη των αποφάσεων να γίνεται όχι από την κοινοβουλευτική ομάδα αλλά από το σύνολο των υποψηφίων της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης. Η αντίδρασή του προκάλεσε τη διαγραφή του αλλά όμως αυτή ατόνησε καθώς οι Σοφοκλής Βενιζέλος και Γεώργιος Παπανδρέου είχαν παραιτηθεί από την αρχηγία των Φιλελευθέρων. Τον Νοέμβριο του 1958 σε συνέδριο των Φιλελευθέρων έθεσε υποψηφιότητα για αρχηγός λαμβάνοντας το 1/3 των ψήφων. Στις 6 Φεβρουαρίου συγκροτεί μαζί με άλλα εννιά στελέχη την Ομάδα των δέκα ή Νέα Πολιτική Κίνηση.

Το 1961 ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Σοφοκλής Βενιζέλος μαζί με πολλούς πολιτικούς του ευρύτερου κεντρώου και βενιζελικού χώρου ίδρυσαν την Ένωση Κέντρου. Την εποχή εκείνη ο Κ. Μητσοτάκης, εξ αιτίας της αντιπαλότητάς του με τον θείο του, ηγήθηκε εσωκομματικής εκστρατείας για την ανάθεση της ηγεσίας του Κέντρου στον Γ. Παπανδρέου.

Αργότερα ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης εξελέγη βουλευτής της ΕΚ και συμμετείχε ενεργά στον «Ανένδοτο Αγώνα» (συνυπέγραψε πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης της ΕΡΕ με την κατηγορία ότι κωλυσιεργούσε τη συζήτηση για την παραπομπή των υπευθύνων του «εκλογικού πραξικοπήματος» στο ειδικό δικαστήριο) αποτελώντας μαζί τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον εκδότη Πάνο Κόκκα της εφημερίδας Ελευθερία τον σκληρό πυρήνα του μετώπου του Ανένδοτου.  Σε ομιλία του στο κοινοβούλιο στις 14 Μαρτίου 1962 καταδίκασε την απόδοση προίκας στην πριγκίπισσα Σοφία ενόψει του γάμου της ως θεσμού παρωχημένου και εισηγήθηκε την προσφορά ενός συμβολικού δώρου. Στις 17 Ιουλίου του 1962 έκανε στη Βουλή δήλωση υπέρ της νομιμοποίησης του τότε παράνομου Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Το 1963 συμμετέχει στην από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή συγκροτημένη επιτροπή αναθεώρησης του Συντάγματος.

Μετά τη νίκη της Ένωσης Κέντρου το 1963, διετέλεσε υπουργός Οικονομικών στις Κυβερνήσεις του Γεωργίου Παπανδρέου το 1963 και 1964. Στις εκλογές του 1964 ενθάρρυνε τη συμμετοχή του Ανδρέα Παπανδρέου σε αυτές, υπολογίζοντας πως θα μπορούσε ίσως να λειτουργήσει ως αντίβαρο στον Σοφοκλή Βενιζέλο. Σε έκθεση της Αμερικανικής πρεσβείας στην Αθήνα, τον Ιανουάριο 1964, χαρακτηρίζεται ως «ο πλέον σοβαρός διεκδικητής της ηγεσίας» της Ένωσης Κέντρου.

Ιουλιανά 1965

Των Ιουλιανών προηγήθηκαν δύο περιστατικά σχετικά με το στράτευμα: το σαμποτάζ-δολιοφθορά σε στρατόπεδο τεθωρακισμένων στον Έβρο και η αποκάλυψη για ομαδοποίηση κατώτερων αξιωματικών του στρατού, γνωστή ως Α.Σ.Π.Ι.Δ.Α. η οποία αποσκοπούσε σε συντεχνιακά οφέλη των μελών της, ενώ σύμφωνα με καταγγελίες επεδίωκε πολιτική κάλυψη από τον Ανδρέα Παπανδρέου., στον οποίο ως αντάλλαγμα θα παρείχε, υποτίθεται, ισχυρά στηρίγματα. Ως συνέπεια των καταγγελιών αυτών υπήρξε η αναζωπύρωση των επιθέσεων κατά του βασιλόφρονα αρχηγού ΓΕΣ Γεννηματά. Ο Γεώργιος Παπανδρέου επιθυμεί την αντικατάστασή του αλλά ο Πέτρος Γαρουφαλιάς το γνωστοποιεί στα Ανάκτορα. Ο Παπανδρέου ζητάει την παραίτηση του Γαρουφαλιά, εκείνος αρνείται και ο πρωθυπουργός δηλώνει στον βασιλιά την επιθυμία του να αναλάβει το χαρτυφυλάκιο του Υπουργείου Άμυνας. Εκείνος αρνείται λόγω της εμπλοκής του γιου του πρωθυπουργού στην υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και αντιπροτείνει να τοποθετηθεί άλλος βουλευτής της Ενώσεως Κέντρου ως Υπουργός Άμυνας.
 Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναφέρει σε συνέντευξή του στον καθηγητή της Παντείου Θανάση Διαμαντόπουλο: «Εδήλωσα ότι εγώ με τον Γαρουφαλιά δεν μπαίνω στην ίδια κυβέρνηση». Στις 10 Ιουλίου 1965 τον επισκέπτεται ο απεσταλμένος του βασιλιά Μάκης Αρναούτης προκειμένου να τον βολιδοσκοπήσει σε περίπτωση οριστικοποίησης της ρήξης ανάμεσα σε Παπανδρέου και Κωνσταντίνο και ο Μητσοτάκης πρότεινε ευρύτατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης αποκλείοντας τον ίδιο και τον Ανδρέα Παπανδρέου που θεωρούνταν οι πρωταγωνιστές για τη διαδοχή στην ηγεσία της Ένωσης Κέντρου.
 Στις 14 Ιουλίου μεταβαίνει μαζί με τους Νόβα, Τσιριμώκο, Στεφανόπουλο, Αλλαμανή, Μπακατσέλο στο Καστρί για να πεισθεί ο Γεώργιος Παπανδρέου να δεχθεί συμβιβασμό. Ο Μητσοτάκης θέλησε αυτή η πρωτοβουλία να λάβει πιο επίσημο χαρακτήρα με σύνταξη επιστολής προς αυτόν από την επιτροπή των Κεντρώων βουλευτών που τον επισκέφθηκε.Σε κάθε περίπτωση, όπως σημειώνει ο καθηγητής Διαμαντόπουλος, κινήθηκε προς την κατεύθυνση «για την αποτροπή της παραίτησής του».  Όταν ο βασιλιάς όρκισε τον Γεώργιο Αθανασιάδη Νόβα για τον Μητσοτάκη ήταν μία έκπληξη και καθώς συνιστούσε τετελεσμένο γεγονός, «εθεώρησα χρέος μου να εκφράσω την αλληλεγγύη μου προς αυτήν την προσπάθειαν […] να αποσωβήσουμε τη ρήξη». Θεωρούσε συγκεκριμένα ότι αν δεν στήριζε την κυβέρνηση Νόβα θα οδηγούσε ο Κωνσταντίνος τα πράγματα προς την κατεύθυνση της επιβολής δικτατορίας. Για τον Διαμαντόπουλο η συγκυρία αξιοποιήθηκε από τον Μητσοτάκη προς την κατεύθυνση και του οριστικού ξεκαθαρίσματος των λογαριασμών του με τον Ανδρέα Παπανδρέου.
 Στην κυβέρνηση Γεώργιου Αθανασιάδη Νόβα, ορκίζεται υπουργός Συντονισμού και προσωρινά Εμπορικής Ναυτιλίας. Τις επόμενες ημέρες προέβη σε δημόσιες δηλώσεις χαρακτηρίζοντας την κυβέρνηση «τοποτηρητή στην εξουσία της Ένωσης Κέντρου ως συνόλου» και πως ήταν υπέρ της ενότητας της Ένωσης Κέντρου. Ωστόσο αρνήθηκε στον Νόβα την επιβολή στρατιωτικού νόμου για την αντιμετώπιση των λαϊκών αντιδράσεων. Τον Οκτώβριο του 1965 πραγματοποιεί ομιλία στα Χανιά εγκαινιάζοντας την εξόρμηση των αποστατών προς τον λαό. 
Στις κρίσεις των ανώτατων αξιωματικών που πραγματοποιήθηκαν την ίδια περίοδο έδωσε πολιτική μάχη για σειρά Κρητικών στρατηγών που είτε ήθελε να πραχθούν (Νικολακάκης), είτε να προωθήσει σε καίριες θέσεις (Βιτσαξάκης) ή να μην αποστρατευθούν (Λουκάκης). Τον Δεκέμβριο του 1965 προωθεί τον πολιτικό φίλο του Κώστα Στεφανάκη στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Στις 12 Φεβρουαρίου 1966 εκλέγεται με τους πιο πολλούς ψήφους ως ένας εκ των οκτώ μελών της πολιτικής επιτροπής του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κέντρου του κόμματος των αποστατών. Τον Σεπτέμβριο του 1966 διαφοροποιείται από τον σχηματισμό ευρέος εκλογικού συνασπισμού υπό τον Καραμανλή. Την ίδια περίοδο αρχίζει να κινείται παρασκηνιακά με σκοπό την αμνήστευση της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ, ενώ το ανακριτικό πόρισμα για την υπόθεση αυτή τον κατηγορεί ότι γνώριζε και δεν προέβαινε σε καταγγελία για επιστολή κρατούμενου για την υπόθεση αυτή.

Υπουργός Συντονισμού

Στην Κυβέρνηση Στέφανου Στεφανόπουλου ως Υπουργός Συντονισμού και προσωρινά Οικονομικών,προαναγγέλλει τη σύναψη έκτακτου εξωτερικού δανεισμού ύψους 61,5 εκαταμμυρίων δολαρίων, ανήγγειλε την καθήλωση των δαπανών των υπουργείων για ένα χρόνο, εξήγγειλε την αύξηση κατά μισό δις του προϋπολογισμού επενδύσεων, αναγνώρισε την υπέρβαση των δαπανών πέρα από κάθε πρόβλεψη, προσπαθώντας να αναστρέψει την πολιτική παροχών, υποσχέθηκε τη δραστική μείωση των στρατιωτικών δαπανών, εξήγγειλε την αύξηση των φόρων κατά 10 %, επέκρινε τη σπάταλη διαχείριση επί των ημερών Γεωργίου Παπανδρέου για τις δυσκολίες της περιόδου, για τις οποίες δεν ευθυνόταν η Ιουλιανή κρίση. Προτείνει ακόμα την αύξηση κατά 10% φόρου επί του εισοδήματος για να μην αυξηθούν οι έμμεσοι φόροι, αλλά τελικά απέσυρε την αύξηση των άμεσων φόρων.

Ως υπουργός συντονισμού και εκ μέρους του Ελληνικού δημοσίου αναλαμβάνει να διαπραγματευθεί τη σύναψη με την αμερικανική εταιρεία Litton. Η συμφωνία γινόταν με σκοπό τον καταρτισμό σχεδίου ανάπτυξης δύο μεγάλων περιφερειών: της Κρήτης και της Δυτικής Πελοποννήσου. Όμως το ελληνικό κράτος αναλάμβανε την υποχρέωση της υλοποίησης των αναγκαίων έργων υποδομής για την ολοκλήρωση των προγραμμάτων της. Ο Μητσοτάκης επικρίθηκε πως έτσι ευνοούσε την ιδιαίτερη πατρίδα του.

Το καλοκαίρι του 1966 προωθεί το ενιαίο μισθολόγιο και νέο συνταξιοδοτικό κώδικα. Η πρότασή του για κατάργηση του αφορολόγητου της βουλευτικής αποζημίωσης απορρίφθηκε.Τον Σεπτέμβριο του 1966 υπογράφει συμφωνία οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας με την Αίγυπτο. Τον Νοέμβριο του 1966 αποπειράται να διαπραγματευθεί με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο την καθιέρωση της απλής αναλογικής, αλλά ο Κανελλόπουλος οδηγείται σε συμφωνία με τον Γεώργιο Παπανδρέου που φέρνει την πτώση της κυβέρνησης των αποστατών και τη συγκρότηση εκείνης του Παρασκευόπουλου.

Γενικά η όλη παρουσία του είναι πληθωρική επειδή αρχίζει να εκθέτει τις απόψεις του και την πολιτική φιλοσοφία του επί διαφόρων θεμάτων (εκπαιδευτικά, εξωτερικά,γενικής πολιτικής) ώστε να φαίνεται «ως άτυπος πρωθυπουργός […] ή μάλλον, ως ουσιαστικά και τυπικά πρωθυπουργήσιμος», όπως επισημαίνει ο Θανάσης Διαμαντόπουλος. Στις 20 Δεκεμβρίου 1966 η ΕΡΕ αποσύρει την ψήφο εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου η οποία και ανετράπη. Για τον Μητσοτάκη αυτό αποδόθηκε στην επιθυμία του βασιλιά να διατηρήσει το μονοπωλιακό έλεγχο επί των ενόπλων δυνάμεων που απειλείτο. Στις 11 Ιανουαρίου 1967 συνέρχεται η κοινοβουλευτική ομάδα του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κέντρου για να εκλέξει τον Μητσοτάκη κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο και πρόεδρο της επιτροπής εκλογικού αγώνα. Η ενδοκομματική προαγωγή του επισημοποιούσε την ηδη υφιστάμενη κατάσταση.

Το Κυπριακό ζήτημα και η εμπλοκή του Μητσοτάκη

Τρεις μήνες μετά τα «Ιουλιανά», τον Οκτώβριο του 1965 στα πλαίσια ιδιωτικής επίσκεψής του στην Κύπρο πραγματοποιεί επαφές με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, και αναχωρώντας από τη Λευκωσία δηλώνει υπέρμαχος της ένωσης. Για μικρό χρονικό διάστημα και αφού ο Τσιριμώκος απομακρύνθηκε από το Υπουργείο των Εξωτερικών επειδή λόγω της διαρροής κάποιων συζητήσεων οι Τούρκοι δεν εμπιστεύονταν τον Έλληνα Υπουργό των εξωτερικών, μέχρι να αναλάβει ο Ιωάννης Τούμπας, ανέλαβε ο Μητσοτάκης.

Αντιδικτατορική δράση

Οκτώ ημέρες πριν την εκδήλωση του πραξικοπήματος συναντήθηκε μαζί με τον Αμερικανό πρέσβη και του πρότεινε το σχηματισμό από τον βασιλιά οικουμενικής κυβέρνησης η οποία θα ανέβαλε τις εκλογές έως το 1968. Στις 21 Απριλίου του 1967 συνελήφθη μεταξύ των πρώτων από τη δικτατορία της Χούντας των Συνταγματαρχών και μεταφέρθηκε με άλλους πολιτικούς ηγέτες στο Κέντρο Τεθωρακισμένων στο Γουδή. Σχεδίαζε να κατέβει στην Κρήτη αναμένοντας να γίνει δικτατορία, προκειμένου από εκεί να οργανώσει τις επόμενες ενέργειές του. Όμως παρέμεινε στην Αθήνα επειδή ήταν μάρτυρας στη Δίκη του Μνημονίου.

Την επομένη μεταφέρθηκε σε ξενοδοχείο στο Πικέρμι και στη συνέχεια, μετά από δεκαπέντε ημέρες, αφού υπέγραψε δήλωση ότι θα απόσχει της πολιτικής δράσης τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Ο Μητσοτάκης δικαιολόγησε τη στάση του αυτή ως αποτέλεσμα της επιθυμίας του να βγει εκτός φυλακής προκειμένου να έχει μεγαλύτερο περιθώριο αντιδικτατορικής δράσης. Ενδεικτικά της σημασίας που του απέδιδαν οι πραξικοπηματίες ήταν ότι τον συνέλαβαν σχεδόν ταυτόχρονα με την εκδήλωση του πραξικοπήματος και τον συνέλαβε ο συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Λαδάς.

Στις 26 Απριλίου 1967 ο Αμερικανός πρέσβης Τάλμποτ σε αναφορά του προς την Ουάσιγκτον θεωρεί πως ο Μητσοτάκης ήταν για το καθεστώς ύποπτος να καταφύγει στην Κρήτη και να ξεσηκώσει εξέγερση. Όταν ξέσπασε το βασιλικό αντικίνημα τον Δεκέμβριο του 1967 ο Μητσοτάκης πέρασε στην παρανομία κρυμμένος σε σπίτια και όταν δόθηκε αμνηστία από το καθεστώς επανεμφανίστηκε. Τον Ιούλιο του 1968 με αφορμή την δημοσίευση του αναθεωρημένου συντάγματος από την Επιτροπή Μητρέλια εξέφρασε την αντίθεσή του και πρότεινε τη λύση Καραμανλή.

Στις 15 Αυγούστου 1968 διέφυγε στο εξωτερικό αξιοποιώντας ένα δίκτυο σπιτιών, και φίλων του διέφυγε από το λιμάνι της Ραφήνας με ενδιάμεσους σταθμούς τη βόρειο Άνδρο και τη Χίο έφτασαν στον Τσεσμέ. Παράλληλα για αποπροσανατολισμό των αρχών έστειλε μέλη της οικογένειάς του σε Κρήτη και Ζάκυνθο. Οι Ελληνικές αρχές πληροφορήθηκαν τη διαφυγή του στην Τουρκία, αλλά στο μεταξύ πέρασε από τον Τσεσμέ στην Κωνσταντινούπολη όπου είχε συνάντηση με τον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών Τσαγλαγιαγκίλ. Με προσωπική παρέμβαση του Τούρκου πολιτικού διέφυγε με αεροπλάνο των πακιστανικών αερογραμμών για το Παρίσι. Εκεί συνοδευόμενος από τον Στέφανο Στεφανόπουλο συναντάται με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, στις 23 Αυγούστου, για να του εκφράσουν την πρόθεσή τους να συνεργαστούν υπό την ηγεσία του για την ανατροπή της δικτατορίας.

Στις 27 Αυγούστου πραγματοποιεί συνέντευξη τύπου στο Λονδίνο. Τον Σεπτέμβριο του 1968 εγκαθίσταται στο Παρίσι, επειδή ήταν και κέντρο της Ελληνικής αντίστασης εξωτερικού. Τον Ιούνιο του 1969 φεύγει στο εξωτερικό και η υπόλοιπη οικογένειά του και τον συναντάει στη Βενετία. Το φθινόπωρο του 1969 συντάσσεται με τον Καραμανλή και επίσημη δήλωσή του κατά του καθεστώτος στην Ελλάδα. Τον Οκτώβριο-Νοέμβριο του 1969 μετά από πρόσκληση που του απευθύνει ο Ζίγκμουντ Ναγκόρσκι, διευθυντής του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων, ταξιδεύει στις ΗΠΑ όπου έρχεται σε επαφή με μέλη του ελληνοαμερικανικού λόμπυ, του Κογκρέσου και της Βούλης.

Τον Ιανουάριο του 1970 η Τράπεζα της Ελλάδας δεσμεύει όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς του με το πρόσχημα ότι ήταν κάτοικος εξωτερικού. Πραγματοποιεί ταξίδια σε ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Ολλανδία κλπ) και έρχεται σε επαφή με αντιδικτατορικές οργανώσεις του εξωτερικού (Δημοκρατική Άμυνα, ΠΑΜ), συμβάλει στην έκδοση αντιστασιακών εντύπων (Greek Report Τάκη Λαμπρία, Δημοκρατία), τηλεγραφεί στον Σπύρο Άγκνιου ενόψει της επικείμενης επίσκεψής του στην Ελλάδα. Μετά από πρόταση της Σουηδίας, της Δανίας και της Νορβηγίας κλήθηκε να καταθέσει στην Πολιτική Επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης και μεταβαίνει εκεί τον Οκτώβριο του 1968. Τον Ιούλιο του 1973 συγκροτείται στο Παρίσι με τη συμμετοχή και του Μητσοτάκη Πολιτική Επιτροπή Συντονισμού Δημοκρατικού Αγώνος ενώ παράλληλα πραγματοποιεί περιοδείες και ραδιοφωνικές συνεντεύξεις κατά του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα του 1973.

Με την πρωθυπουργοποίηση του Μαρκεζίνη επιστρέφει στην Ελλάδα θεωρώντας πως ο αντιδικτατορικός αγώνας μέσα στην Ελλάδα υπό τις νέες συνθήκες θα ήταν πιο αποτελεσματικός. Τον Ιούλιο του 1974 δικάζεται από το Έκτακτο Στρατοδικείο Κρήτης επειδή είχε χορηγήσει τα μηχανήματα της εφημερίδας του Ο Κήρυξ στον εκδότη της εφημερίδας Πρωτοπόρος Εμμ. Τσουρλάκη. χωρίς προηγούμενη άδεια της αστυνομικής διοίκησης.

Η δράση μετά τη Μεταπολίτευση

Παρά τη στενή συνεργασία τους ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν τον συμπεριέλαβε στην Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας που σχημάτισε μετά την κατάρρευση της Δικτατορίας τον Iούλιο του 1974. Στις εθνικές εκλογές του ίδιου έτους έθεσε υποψηφιότητα ως ανεξάρτητος στον νομό Χανίων χωρίς όμως επιτυχία.

Στις 6 Σεπτεμβρίου 1977 ίδρυσε το κεντρώο, προσωποπαγές Κόμμα Νεοφιλελευθέρων λαμβάνοντας 1,08 % (δύο έδρες) στις εκλογές του Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Ο ίδιος εξελέγη στο νομό Χανίων και ο Παύλος Βαρδινογιάννης στο νομό Ρεθύμνης.

Το επόμενο έτος διελύθη το Κόμμα Νεοφιλελευθέρων και ο μεν Παύλος Βαρδινογιάννης προσχώρησε στο πατροπαράδοτο Κόμμα των Φιλελευθέρων, στο οποίο ηγείτο πλέον ο Νικήτας Βενιζέλος, ο δε Κ. Μητσοτάκης προσχώρησε στη Νέα Δημοκρατία μετά την απόφαση του Καραμανλή για διεύρυνση του κόμματος στον κεντρώο χώρο, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Συντονισμού.

Το 1980 έγινε υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Γεωργίου Ράλλη έως τις εκλογές του 1981. Είναι ο πρώτος Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας ο οποίος πραγματοποιεί επίσκεψη στην Κύπρο. Εν συνεχεία διετέλεσε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ μέχρι το 1984.

Αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας

Την 1 Σεπτεμβρίου του 1984 η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας τον εξέλεξε πρόεδρο του Κόμματος σε διαδοχή του Ευάγγελου Αβέρωφ. Εκείνη τη στιγμή θεωρήθηκε ο καταλληλότερος να αντιμετωπίσει τον τότε αρχηγό του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου επειδή διέθετε τα ίδια με τον Παπανδρέου προσόντα και άρα ήταν ο καταλληλότερος για την αντιμετώπισή του. Έλαβε 71 ψήφους έναντι 40 του αντιπάλου του Κωστή Στεφανόπουλου.

Η Νέα Δημοκρατία υπό τον Μητσοτάκη ενίσχυσε ιδιαίτερα τα φιλελεύθερα μεταρρυθμιστικά χαρακτηριστικά στο πρόγραμμά της και στο λόγο της, υποβαθμίζοντας τα παραδοσιακά δεξιά της προηγούμενης δεκαετίας.

Μέσα στο κλίμα πόλωσης που δημιουργήθηκε τις παραμονές των εκλογών του Ιουνίου του 1985, η εφημερίδα Αυριανή της 10ης Μαΐου 1985 κυκλοφόρησε με τίτλο «Άνθρωπος των Ναζί ο Κώστας Μητσοτάκης» και μια φωτογραφία που παρουσίαζε τον Μητσοτάκη εν μέσω δυο Γερμανών αξιωματικών την περίοδο της κατοχής της Ελλάδας κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Η Αυριανή υποστήριζε πως οι δύο Γερμανοί ήταν αξιωματικοί των Ες-Ες. Ο Μητσοτάκης δήλωσε «Δεν θυμούμαι τη συγκεκριμένη φωτογραφία, αλλά ισχυρισμοί που τη συνοδεύουν είναι συκοφαντικοί και κατάπτυστοι». Στις 16 Μαΐου η εφημερίδα Μεσημβρινή δημοσίευσε συνέντευξη του Ρούμπερτ Κραίσνερ ο οποίος αναγνώρισε τον εαυτό του στη φωτογραφία. Ο Κραίσνερ ανέφερε πως βρέθηκε στην Κρήτη το 1942 και ήταν επιλοχίας της Στρατονομίας. Γνώρισε τον Μητσοτάκη μέσω της ΑνθούλαςΤσαγράκη την οποία αργότερα παντρεύτηκε, και αυτοί οι δύο τον έφεραν σε επαφή με την Αντίσταση. Για τον άλλο Γερμανό της φωτογραφίας είπε πως ονομαζόταν Τόιφελ και είχε πεθάνει. Το 2001, πράκτορες της Στάζι ομολόγησαν ότι η φωτογραφία ήταν πλαστή και είχε κατασκευαστεί στη Βουλγαρία. Τελικά τον Ιούνιο του 1985, η Νέα Δημοκρατία, υπό την ηγεσία του συγκέντρωσε ποσοστό 40,84 % έναντι 45,85 % του ΠΑΣΟΚ.

Η δεύτερη αυτή ήττα της ΝΔ προκάλεσε εσωκομματικές προστριβές και αμφισβήτηση του προέδρου της. Ο Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, βασικός εσωκομματικός αντίπαλος του Κ. Μητσοτάκη, μετά την επανεκλογή του δεύτερου από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ, στις 29 Αυγούστου 1985, επέλεξε να αποχωρήσει από το κόμμα, ιδρύοντας τη Δημοκρατική Ανανέωση.

Η ολοκληρωτική κυριαρχία του Μητσοτάκη στη Νέα Δημοκρατία επιβεβαιώθηκε στο 2ο Συνέδριο του κόμματος στη Θεσσαλονίκη τον Φεβρουάριο του 1986. Στις 4 Φεβρουαρίου 1988, στη διάρκεια επίσκεψής του στο Λονδίνο,χαρακτήρισε άδικο (unfair) το δημοψήφισμα του 1974 για το πολιτειακό ζήτημα προκάλεσε αντιδράσεις εντός του κόμματός του.

Τον Δεκέμβριο του 1988 συμμετέχει στην λεγόμενη κίνηση των τεσσάρων (δηλαδή τις κοινές ενέργειες στις οποίες είχαν προβεί ο ηγέτες των τεσσάρων κομμάτων της αντιπολίτευσης: Μητσοτάκης, Κύρκος, Φλωράκης Στεφανόπουλος) με σκοπό τη διενέργεια εκλογών και τη διέξοδο από την πολιτική κρίση της περιόδου.

Η πρωθυπουργία Μητσοτάκη

Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου του 1989 η Νέα Δημοκρατία υπό την ηγεσία του εκλέγεται πρώτο κόμμα με ποσοστό 44,2% χωρίς να συγκεντρώσει αυτοδυναμία λόγω του εκλογικού συστήματος, το οποίο είχε αλλάξει προς το αναλογικότερο με πρωτοβουλία της τελευταίας κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης διαπραγματεύεται με την ηγεσία του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας. Ο λόγος ήταν ότι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, τυχόν ποινικές ευθύνες Υπουργών της προηγούμενης Κυβέρνησης Παπανδρέου θα έπρεπε να διερευνηθούν και, αν διαπιστωθούν, να διωχθούν από την αμέσως επόμενη Βουλή, αλλιώς θα παραγράφονταν. Για να διευκολυνθεί ο σχηματισμός αυτής της κυβέρνησης δέχεται να μην είναι ίδιος πρωθυπουργός και προτείνει στη θέση αυτή τον βουλευτή Αθηνών, Τζανή Τζαννετάκη.

Η Κυβέρνηση Τζαννετάκη ήταν η πρώτη ελληνική κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και η ευρύτερη Αριστερά. Κατά τη βουλευτική αυτή περίοδο αποφασίστηκε η παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου και Υπουργών της προηγούμενης Κυβέρνησης στο Ειδικό Δικαστήριο για το Σκάνδαλο Κοσκωτά και το Σκάνδαλο του γιουγκοσλαβικού καλαμποκιού.

Η δολοφονία του βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας Παύλου Μπακογιάννη, γαμπρού και πολιτικού συμβόλου του Μητσοτάκη, από την τρομοκρατική οργάνωση ο17 Νοέμβρη «συνέβαλε στο να δημιουργηθεί ένα κλίμα συμπάθειας προς τον Κ. Μητσοτάκη και την οικογένειά του».

Μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1989 η Νέα Δημοκρατία εκλέγεται ξανά πρώτο κόμμα, με το αυξημένο ποσοστό 46,19%, αυτή τη φορά, χωρίς όμως και πάλι να συγκεντρώσει αυτοδυναμία, με αποτέλεσμα να σχηματιστεί Οικουμενική Κυβέρνηση υπό τον καθηγητή και παλαιό Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Ξενοφώντα Ζολώτα.

Ο Κ. Μητσοτάκης ορκίστηκε πρωθυπουργός το 1990 μετά τη νίκη της ΝΔ στην τρίτη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση με ποσοστό 46,88%. Η κυβέρνηση παρά την σημαντική πλειοψηφία στο εκλογικό σώμα δεν κατόρθωσε να αποσπάσει απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή με 150 έδρες. Με τη στήριξη του βουλευτή της Δημοκρατικής Ανανέωσης Θεόδωρου Κατσίκη (ο Κωστής Στεφανόπουλος δεν είχε καταφέρει να εκλεγεί βουλευτής) απέκτησε τη δεδηλωμένη και ορκίστηκε πρωθυπουργός. Αργότερα ο Θεόδωρος Κατσίκης προσχώρησε στη Νέα Δημοκρατία και μαζί με ακόμα μια έδρα που του επιδικάστηκε από το εκλογοδικείο η κοινοβουλευτική του δύναμη ανήλθε στις 152 έδρες.

Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του προσπάθησε να εφαρμόσει τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που είχε εξαγγείλει. Έτσι, προώθησε διαρθρωτικές αλλαγές με σκοπό τη μείωση του δημόσιου τομέα, γεγονός που προκάλεσε οξείες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και συνδικαλιστικών φορέων. Επίσης προσπάθησε να εφαρμόσει πρόγραμμα απορρύθμισης της οικονομίας από διοικητικούς περιορισμούς και κυβερνητικές παρεμβάσεις κάτι που οδήγησε στην απελευθέρωση του ωραρίου και της κίνησης κεφαλαίων. Επιπρόσθετα, κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργικής του θητείας υπογράφηκε η σύμβαση για το αθηναϊκό μετρό, οι συμβάσεις για την κινητή τηλεφωνία. Η απόφαση για μετοχοποίηση του ΟΤΕ καθώς και η ιδιωτικοποίηση της ΑΓΕΤ – Ηρακλής προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης.

Το 1992 η κυβέρνηση σύναψε συμφωνία με τον τέως Βασιλιά Κωνσταντίνο, η οποία προέβλεπε την απόδοση στο ελληνικό κράτος του μεγαλύτερου μέρους της, επικαλούμενης, «Βασιλικής Περιουσίας».
Στην εξωτερική πολιτική η αρχή της διακυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη συνέπεσε με την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και την αρχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Ο ίδιος αναλαμβάνοντας διεθνείς πρωτοβουλίες, με κορυφαία τη Διάσκεψη της Βουλιαγμένης υπό την αιγίδα του OHE, επιχείρησε την αποτροπή της διάλυσης της ενιαίας ομοσπονδίας της Γιουγκοσλαβίας. Παράλληλα, πέτυχε την εξομάλυνση των σχέσεων Ελλάδας – ΗΠΑ. Η Κυβέρνησή του υπέγραψε το 1990 την τελική συμφωνία για τις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα. Τον Ιούλιο του 1991 πραγματοποιήθηκε η πρώτη, μετά 32 χρόνια, επίσημη επίσκεψη Αμερικανού Προέδρου, του Τζορτζ Μπους, στην Ελλάδα, ενώ τον Ιούνιο του 1990, επισκέφτηκε ο ίδιος τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Επί πρωθυπουργίας του η Ελλάδα πέτυχε την είσοδό της στην Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση, ένα ευρωπαϊκό οργανισμό συνεργασίας για την άμυνα και την ασφάλεια, ενώ τέθηκαν οι βάσεις για την ενιαία νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσω της ΟΝΕ.

 

Η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας επέφερε την ανεξαρτητοποίηση της ως τότε ομόσπονδης Δημοκρατίας της Μακεδονίας, η οποία διεκδικούσε την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Αρχικά το θέμα χειρίστηκε ο υπουργός Εξωτερικών Αντώνης Σαμαράς, τον οποίο απομάκρυνε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης τον Απρίλιο του 1992, αναλαμβάνοντας ο ίδιος το Υπουργείο των Εξωτερικών.

Δεν μπόρεσε να αναπροσανατολίσει την ελληνική στάση σε κάποιον διεθνώς αποδεκτό στόχο, γιατί ήταν πλέον όμηρος της κοινής γνώμης, της δημαγωγικής αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ και του Σαμαρά, αλλά και της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης πέτυχε να πείσει την Ευρωπαϊκή Ένωση στη Σύνοδο της Λισαβόνας να υιοθετήσει πλήρως τις ελληνικές θέσεις. Οι ΗΠΑ και η Ρωσία παρά την απόφαση της Συνόδου της Λισαβόνας επέμεναν στην εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης, αρχή της οποίας ήταν η είσοδος του κράτους αυτού στον ΟΗΕ με το προσωρινό όνομα «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (ΠΓΔΜFYROM).

Στις 30 Ιουνίου 1993, ο Αντώνης Σαμαράς ίδρυσε πολιτικό σχήμα με την ονομασία Πολιτική Άνοιξη και το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους προέτρεψε τους προσκείμενους σε αυτόν βουλευτές της ΝΔ να ανεξαρτητοποιηθούν, προκαλώντας την πτώση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με την άρση της εμπιστοσύνης των βουλευτών Ηλείας, Στέφανου Β. Στεφανόπουλου και Κιλκίς, Γιώργου Συμπιλίδη. Η αποχώρηση αυτή του Σαμαρά προκάλεσε ανεπανόρθωτο πλήγμα στις σχέσεις του με τον Μητσοτάκη και για πολλά έτη οι δύο άντρες δεν είχαν επικοινωνία μεταξύ τους. Σύμφωνα πάντως με τον ίδιον τον κ. Μητσοτάκη η κυβέρνηση της Ν.Δ. ανετράπη διότι αρνήθηκε να δώσει τις ψηφιακές παροχές στην κοινοπραξία Siemens–Intracom.

Μετά τις πρόωρες εκλογές του Οκτωβρίου του 1993 και την ήττα της Νέας Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης παραιτήθηκε από πρόεδρος του κόμματος. Στις 3 Νοεμβρίου του 1993, του απονεμήθηκε ο τίτλος του Επίτιμου Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας.

Πολιτική δράση μετά το 1993

Στις 11 Ιανουαρίου 1994 η νέα κυβερνητική πλειοψηφία του ΠΑΣΟΚ προτείνει την σύσταση εξεταστικής επιτροπής για την πώληση της ΑΓΕΤ, η οποία εξελίσσεται σε προανακριτική. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους παραπέμπονται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο οι Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Ανδρέας Ανδριανόπουλος και Ιωάννης Παλαιοκρασσάς. Στις 12 Ιανουαρίου 1994 συστήνεται, έπειτα από πρόταση του ΠΑΣΟΚ, προανακριτική για τις τηλεφωνικές υποκλοπές με κατηγορούμενους τους Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και Ντόρα Μπακογιάννη, οι οποίοι τελικώς παραπέμφθηκαν στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Τον Ιανουάριο του 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου ζήτησε την αναστολή των διώξεων για τα πολιτικά πρόσωπα, γεγονός που επέφερε την έντονη αντίδραση του τότε αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, Μιλτιάδη Έβερτ καθώς κύριος κατηγορούμενος ήταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Τελικώς η βουλή, με μυστική ψηφοφορία, ψήφισε κατά της παραπομπής πολιτικών προσώπων. Κατά τον Μητσοτάκη η κίνηση αυτή έγινε γιατί η κυβέρνηση Παπανδρέου φοβήθηκε την έκβαση στο Ειδικό Δικαστήριο.

Κατά την παραμονή στην ηγεσία της ΝΔ του Μιλτιάδη Έβερτ συγκρούστηκε έντονα μαζί του. Στην αναμέτρηση για την προεδρία του Κόμματος το 1997 στήριξε την υποψηφιότητα του Γεωργίου Σουφλιά, ο οποίος όμως απέτυχε να εκλεγεί. Παράλληλα εκλεγόταν βουλευτής στο κοινοβούλιο μέχρι το 2004, οπότε και με ομιλία του στην κοινοβουλευτική επιτροπή της ΝΔ ανακοίνωσε την απόφασή του να μην είναι υποψήφιος στις επόμενες εκλογές και ο γιος του, Κυριάκος Κ. Μητσοτάκης, αποφάσισε να κατέλθει στις βουλευτικές εκλογές στην θέση του πατέρα του.

Από τότε, συνέχισε να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή με δηλώσεις και συνεντεύξεις του. Μετά την ήττα της Νέας Δημοκρατίας στις βουλευτικές εκλογές του 2009, η κόρη του, Ντόρα Μπακογιάννη έθεσε υποψηφιότητα για την ηγεσία του κόμματος, χωρίς όμως επιτυχία.

Τιμητικές διακρίσεις

Από το 1993 έφερε τον τίτλο του επίτιμου αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, ενώ το 1986 τιμήθηκε από το Βρετανικό κοινοβούλιο για την αντιστασιακή του δράση. Τον Νοέμβριο του 1998 ίδρυσε την μη κερδοσκοπική εταιρεία «Ιστορικό Αρχείο Κωνσταντίνου Μητσοτάκη», η νομική συνέχεια της οποίας είναι το Ίδρυμα Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, το οποίο συστάθηκε με προεδρικό διάταγμα τον Απρίλιο του 2001.

Στις 31 Οκτωβρίου 2005 ιδρύθηκε προς τιμήν του η έδρα ελληνικών σπουδών «Κωνσταντίνος Κ. Μητσοτάκης» στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Στάνφορντ των ΗΠΑ με πρωτοβουλία της οικογένειας ομογενών Τσακοπούλου – Κουναλάκη, η οποία δώρισε για τον σκοπό αυτό δύο εκατομμύρια δολάρια. Επίσης έχει πάρει μέρος σε συνεδρίαση της Λέσχης Μπίλντεμπεργκ (1993), είναι μέλος της Αθηναϊκής Λέσχης, ιδρυτικό μέλος του εθνικού ιδρύματος ερευνών και μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» και έχει τιμηθεί με τον Μεγαλοσταυρό των Κομνηνών Αυτοκρατόρων Τραπεζούντας από το ίδρυμα Παναγία Σουμελά και με το Βενιζέλειο βραβείο από την Παγκρητική Ένωση Αμερικής.

Στον Πρόεδρο Κωνσταντίνο Μητσοτάκη απενεμήθη το Μάιο του 2016 η ύψιστη τιμητική διάκριση του Αλεξάνδρειου Τεχνολογικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος Θεσσαλονίκης, το μετάλλιο Α΄ Τάξεως «ΧΡΥΣΟΥΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ», η οποία απονέμεται σε άτομα υψηλού διεθνούς κύρους που διακρίθηκαν για το ξεχωριστό έργο τους και την ιδιαίτερη συνεισφορά τους στην προαγωγή και προώθηση των Κοινωνικών και Εθνικών θεμάτων σε διεθνές επίπεδο, σε αναγνώριση της πολυσχιδούς παρουσίας του καθώς και του πολυτίμου και σημαντικού έργου του για τη χώρα.

Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης απεβίωσε στις 29 Μαΐου 2017 τα ξημερώματα (1 π.μ.) σε ηλικία 98 ετών. Η εξόδιος ακολουθία εψάλη στις 31 Μαΐου με τιμές εν ενεργεία πρωθυπουργού στη Μητρόπολη Αθηνών, ενώ κηρύχθηκε και τετραήμερο δημόσιο πένθος από την ημέρα του θανάτου του. Ετάφη μία μέρα αργότερα στον Αργουλιδέ Ακρωτηρίου Χανίων. δίπλα στη σύζυγό του Μαρίκα.

 

 

Wikipedia

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content