Καθηγητής Ιωαννίδης: «Χαμηλότερη από τις αρχικές εκτιμήσεις η θνητότητα του κορωνοϊού»

Νέα, άκρως αποκαλυπτικά δεδομένα στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την πανδημία του κορωνοϊού, αλλά και στις μεθόδους που χρησιμοποιεί η Πολιτεία για να την αντιμετωπίσει, εφαρμόζοντας ολέθρια για την οικονομία μέτρα, φέρνει η νέα έρευνα του διακεκριμένου καθηγητή Ιατρικής του Στάνφορντ Ιωάννη Ιωαννίδη.

Ο ομογενής επιστήμονας, που θεωρείται «γκουρού» παγκοσμίως στο πεδίο της Στατιστικής Ιατρικής, συνέλεξε δεδομένα από συνολικά 82 μελέτες σχετικά με τη θνησιμότητα του SARS-CoV-2 και διαπίστωσε ότι το ποσοστό θανάτων όσων έχουν νοσήσει από τον ιό ανέρχεται μόλις σε 0,23% στον γενικό πληθυσμό και σε 0,05% στα άτομα κάτω των 70 ετών.

Μάλιστα, όπως αναφέρει ο ίδιος στη μελέτη που δημοσιεύτηκε πριν από λίγες μέρες στο επίσημο επιστημονικό περιοδικό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αν λάβει κάποιος υπόψη το γεγονός ότι οι 82 μελέτες αφορούν περισσότερο πληθυσμούς σε χώρες με υψηλό φορτίο θανάτων, αντιλαμβάνεται πως η πραγματική μέση θνητότητα ανά τον κόσμο είναι ακόμα πιο χαμηλή. Σε παγκόσμιο επίπεδο, θεωρεί ότι ανέρχεται στο 0,15% συνολικά και στο 0,03% έως 0,04% στα άτομα κάτω των 70 ετών.

Όπως τονίζει ο Έλληνας ερευνητής, το γεγονός πως εν τέλει η θνητότητα είναι χαμηλότερη από τις αρχικές εκτιμήσεις, αποτελεί αναμφισβήτητα μια αισιόδοξη είδηση, που ωστόσο δεν πρέπει να οδηγήσει σε χαλάρωση και εφησυχασμό.

Σε ερώτηση για την λεγόμενη «ανοσία της αγέλης», μια έννοια ζωτικής σημασίας, που θα σπάσει την αλυσίδα μετάδοσης του ιού και θα οδηγήσει στην κανονικότητα, ο δρ Ιωαννίδης διευκρινίζει ότι δεν είναι απαραίτητο να μολυνθεί το 60% του πληθυσμού για να επιτευχθεί, όπως γνωρίζαμε έως τώρα.

«Το ποσοστό αυτό το βλέπουμε σε πληθυσμούς με πολύ έντονη μείξη, όπως, για παράδειγμα, σε φτωχογειτονιές στην Ινδία ή τη Λατινική Αμερική, αλλά στους περισσότερους ανθρώπινους πληθυσμούς δεν ισχύει ότι όλοι οι άνθρωποι θα συναντηθούν με όλους τους άλλους» υπογραμμίζει, εξηγώντας ότι σε κανονικές συνθήκες το επιδημικό κύμα μπορεί να καμφθεί, με ένα ποσοστό μόλυνσης του πληθυσμού της τάξης του 40%, του 30% ή ακόμα και του 10%.

Επιπλέον, επισημαίνει πως ακόμα δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη θέση της επιστημονικής κοινότητας αναφορικά με το κατά πόσο είναι αποτελεσματική μια προϋπάρχουσα κυτταρική ανοσία από πιθανές εκθέσεις σε παλιότερους κορωνοϊούς.

«Οι μάσκες δεν κάνουν θαύματα»

Ο δρ Ιωαννίδης, πάντως, παίρνει θέση και για ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που έχει απασχολήσει και αρκετές φορές ταλαιπωρήσει την κοινή γνώμη: τη χρήση της μάσκας και κατά πόσο αυτή είναι ικανή από μόνη της να προστατεύσει τους πολίτες από την πανδημία. Επ’ αυτού σημειώνει πως οι μάσκες έχουν χρησιμότητα για κάποιον που είναι μολυσμένος, καθώς και για όσους έρχονται σε επαφή μαζί του.

«Τόσο οι δικές μου έρευνες όσο και άλλων επιστημόνων δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των μολυσμένων ατόμων με τον νέο κορωνοϊό δεν έχουν διαγνωστεί είτε γιατί δεν έχουν καθόλου συμπτώματα είτε γιατί έχουν ελαφρά συμπτώματα και δεν έχουν ελεγχθεί. Και επειδή τουλάχιστον ένας στους δέκα ασυμπτωματικούς/ολιγοσυμπτωματικούς μπορεί να μεταδώσει τον ιό, οι μάσκες είναι χρήσιμες γενικότερα όταν έχουμε ένα ενεργό επιδημικό κύμα, όπως σήμερα στην Ελλάδα, σε όλες τις περιστάσεις όπου υπάρχει συγχρωτισμός ή όπου δεν μπορεί να αποφευχθεί ο συγχρωτισμός διατηρώντας αποστάσεις.

Από την άλλη πλευρά, η χρήση της μάσκας δεν έχει απόλυτη αποτελεσματικότητα και επιπλέον, στην καθημερινή χρήση, επειδή συχνά η μάσκα δεν χρησιμοποιείται σωστά, μπορεί να μην προστατεύει όσο θα θέλαμε. Άρα, καλό είναι κάποιος να αποφεύγει όσο μπορεί τον μεγάλο συγχρωτισμό και να μην περιμένει από τις μάσκες να κάνουν θαύματα».

 

 

 

Newsbreak

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content