Mνήμες εκλογών στο χωριό μου (Δεκαετία του 1960)

Της Ελένης Μανιωράκη – Ζωϊδάκη

Εκλογές, εκλογές κι όλο το χωριό στο πόδι. Δεν είχα ιδέα τί  ήταν οι εκλογές, ήμουν μικρή ακόμη. Εκείνη όμως την χρονιά έμαθα,  κι ακόμη μαθαίνω.
  Εκλογές, και ξαφνικά, το τοπίο άλλαζε και μία αλλόκοτη  ατμόσφαιρα υποψίας πλανιόταν πάνω από το χωριό.
Το χωριό μου μικρό, βαθιές οι ρίζες του έχουν να πούν, όμως ο μπαμπούλας των εκλογών είχε τρυπώσει σε κάθε σπίτι.  . Στις πόλεις και στα μεγάλα χωριά, ο αέρας  μύριζε μπαρούτι!  Χωρίς παλληκαρισμούς, χωρίς φοβέρες και μπαλωθιές     ήταν αδύνατον να διεξαχθούν εκλογές! Όλη αυτή η κατάσταση  είχε σαν κύριο στόχο όχι μόνο να συσπειρώσει τους οπαδούς, αλλά και να δώσει στους αμφιταλαντευόμενους την απαραίτητη γι’ αυτούς σιγουριά, ότι αν  πάνε με το «ρεύμα», την μεριά δηλαδή του νικητή,  έχουν να λαμβάνουν.
     Ο Εμφύλιος είχε περάσει  φαινομενικά, αλλά οι πληγές κι οι επιπτώσεις του θα αργήσουν  να σβήσουν, αν σβήσουν ποτέ! Αν και στο χωριό μου τον πρώτο λόγο είχε το Κουμουνιστικό κόμμα, ποτέ δεν έγιναν φασαρίες και ρουφιανιές μεταξύ των αντιφρονούντων.  Κρατώντας το χέρι του μπαμπά μου  τον ακολουθούσα πότε- πότε στην καθημερινή του έξοδο στο καφενείο. «Μια βανίλια μπαμπάκα μου, μια βανίλια μόνο». 
Ο μπαμπάς μου ποτέ δεν μου χαλούσε χατήρι.  
  Ημέρες προεκλογικού αγώνα την δεκαετία του 1960. Φίσκα το καφενεία.  Ξαφνικά μια κουρσάρα ατέλειωτη έκανε την εμφάνιση της στο χωματόδρομο, στολισμένη με σημαιάκια και φωτογραφίες. Διάβασα τα κεφαλαία «ΕΡΕ» και το εικονιζόμενο πρόσωπο Κωνσταντίνος ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ».   Κι άλλες  φωτογραφίες χοντροκομμένων τύπων που σε προέτρεπαν να τους ψηφίσεις. Πολύ επιβλητικός,   ο κάθε χονδρός   εκείνα τα χρόνια κι έχαιρε ιδιαιτέρας υπολήψεως, διότι φάνταζε στα μάτια όλων των υποσιτισμένων, υπεράνθρωπος. Με το κορνάρισμα όλοι οι θαμώνες του καφενείου πετάχτηκαν έξω και στάθηκαν προσοχή εμπρός στους νεοφερμένους. Μπαίνοντας στο καφενείο, κάθισαν κυκλικά γύρω από το τραπέζι που παραδόξως είχε στρωθεί με τραπεζομάντηλο. «Κύριε βουλευτά»  Έτσι άκουσα να  αποκαλούν τον ξένο κι έσκασα στα γέλια. Ο « κύριος βουλευτάς» τους μιλούσε ψιθυριστά και τους κέρασε όλους λουκούμι. Μετά κάτι έχωσε στο χέρι κάποιων παραριγμένων  της κοινωνίας, που είχαν κουβαλήσει οι κομματάρχες για να ψαρέψουν την ψήφο τους. Παραξενεύτηκα  που φεύγοντας μοίρασε «την φάτσα του »  στους υποτιθέμενους οπαδούς του, αλλά πιο πολύ με παραξένεψε, που αυτή οι  φάτσες στόλιζαν και τους  τοίχους  των ζπιτοών.   Ευτυχώς η μάνα μου φρόντισε να τις εξαφανίζει σύντομα.   
Κάτι δεν μου άρεσε κι έφυγα μπερδεμένη. Περνώντας από το άλλο καφενείο αντίκρυσα το ίδιο σκηνικό. Μια κουρσάρα με διαφορετικά χρώματα και  διαφορετικά τα πρόσωπα στις  φωτογραφίες. « ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΟΥ» έγραφε η αφίσα και το πρόσωπο που δέσποζε έφερε το όνομα «Γεώργιος  ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ». (Το περίεργο είναι ότι ακόμη σήμερα  τα ίδια ονόματα, φιγουράρουν στις αφίσες και τα ψηφοδέλτια).     Εδώ ο « κύριος βουλευτάς» ήταν άλλος, αλλά οι ίδιες χειραψίες, το ίδιο ύφος κι έταζε τα ίδια πράγματα. Ξεκαρδίστηκα στα γέλια όταν κατάλαβα ότι οι θαμώνες του ενός καφενείου μετακόμιζαν στο άλλο εισπράττοντας υποσχέσεις, υποσχόμενοι ψήφους.
    Κατάλαβα;  δεν κατάλαβα; Δεν ξέρω, αλλά δε μου άρεσε αυτή η εικόνα. « Αφέντες και  δούλοι». Οι άνθρωποι του χωριού, υποτακτικοί μιας εξουσίας που δεν μου άρεσε.
Ένα καφενείο στην άκρη του χωριού μου έμεινε, κι η περιέργεια με έσπρωξε να περάσω κι από αυτό. Το αυτοκίνητο εδώ φτωχό χωρίς σημαίες και φωτογραφίες, μέσα η  εικόνα η ίδια Πλησίασα κι ακούμπησα το πρόσωπό μου στο σπασμένο τζάμι της πόρτας . Μόλις έγινε  αντιληπτή η παρουσία μου οι θαμώνες, του καφενέ, όπου φύγει, φύγει. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω την αιτία του τρόμου. Ήταν οπαδοί του ΚΚΕ, του παράνομου τότε κόμματος  των ηττημένων του εμφύλιου σπαραγμού. (Το είχαν κάνει πάλι οι σύμμαχοι το θαύμα τους).  Κι είχε το χωριό μου πολλούς κουμουνιστές γιατί σχεδόν όλοι όσοι είχαν ενταχθεί στην Εθνική αντίσταση, κι ήταν πολλοί,  αποτελούσαν  το ΕΑΜ.   Αργότερα ένα οργανωμένο κόμμα, προκάλυμμα στο έντονο μετεμφυλιακό πολιτικό κλίμα ήταν η νεοσυσταθείσα ΕΔΑ.  
Πέρασαν από το χωριουδάκι μου όλοι οι υποψήφιοι βουλευτές, κέρασαν λουκούμια, μοίρασαν υποσχέσεις, ως και χρήματα και πήγαν στο καλό . Μετά από τέσσερα χρόνια θα μας ξαναθυμηθούν. « Αυτές είναι οι εκλογές »; ρώτησα την μαμά μου. Άσχετη η γυναίκα αναφώνησε « Κοίτα ένα σκατό και ενδιαφέρεται για  εκλογές».  
Ευτυχώς για μένα τα όμορφα δεν είχαν αρχίσει ακόμη. Όλοι οι χωριανοί που είχαν εγκαταλείψει το χωριό για μια καλύτερη ζωή, επέστρεψαν στο χωριό. Βλέπετε η ψήφος ήταν υποχρεωτική, και αυτοί είχαν αφήσει στο χωριό τα εκλογικά τους δικαιώματα. Αλλά κι αφού όλα  τα εισιτήρια ήταν δωρεάν σε όλα τα μέσα συγκοινωνίας,  από τους πολιτευτές, γιατί να χάσουν το ταξίδι; Ζωντάνεψε το χωριό.  Άνοιξαν πόρτες και παραθύρια, άνοιξαν αγκαλιές και καρδιές κι ένα χωριό ζει σαν παλιά, στιγμές εναγκαλισμού και καλωσορίσματος. Ωραίες είναι οι εκλογές, έβγαλα το συμπέρασμα, μακάρι να γινόταν πιο συχνά. Πόσο κόστιζαν στο κράτος κανένας δεν με ενημέρωσε. Παρασκευή απόγευμα κι ο  ήλιος τραβά  να «βασιλέψει» πίσω από τον δαντελωτό ορίζοντα του χωριού. Τελειώσαμε και σήμερα το μάθημα κι όλα τα παιδιά κουρασμένα, πεινασμένα περιμέναμε τον λυτρωτικό ήχο του κουδουνιού. Αντ’ αυτού η παλιά ξύλινη πόρτα άνοιξε διάπλατα και τρεις οπλισμένοι στρατιώτες εισέβαλαν μέσα. « Πόλεμος σκέφτηκα και κρύφτηκα κάτω από το θρανίο. Κόκκαλο και τα άλλα μαθητούδια, αλλά η δασκάλα πασίχαρη έσπευσε να   υποδεχτεί τους  στρατιώτες. Η στριγκή φωνή του κουδουνιού κι η φωνή της δασκάλας ότι «Σάββατο και Δευτέρα δεν θα έχουμε μάθημα λόγω εκλογών» μας έδωσαν το σύνθημα να αποχωρίσουμε. Η περιέργεια  με ώθησε να επιστρέψω στο σχολείο για να διαπιστώσω ποιοι είναι οι ένοπλοι  και τι δουλειά έχουν στο σχολείο.
Τους είδα  να αφήνουν το όπλο στην άκρη, να ανοίγουν τα σακίδια, να τακτοποιούν τα  πράγματα τους και να συζητούν χαμηλόφωνα . Δεν πρόλαβα να σκεφτώ ότι μπορεί να είναι πεινασμένοι, όταν ένα τσούρμο γυναικών έκαναν κατάληψη στην αυλή του σχολείου κρατώντας καλούδια σε  δίσκους (στρωμένους με δαντέλα).   Με καλωσορίσματα και ντροπαλά γέλια μοίρασαν τα φαγητά   στους   φρουρούς  των εκλογών. Οι στρατιώτες ευχαρίστησαν τις  φιλόξενες γυναίκες κι έπεσαν με βουλιμία στο φαγητό. Αυτό επαναλαμβανόταν πρωί, μεσημέρι, βράδυ  κι οι όμορφες χωριατοπούλες συναγωνιζόταν ποια θα πρόσφερε στους ξένους τα νοστιμότερα γλυκά και φαγητά.  
   Από την Παρασκευή το απόγευμα που έκλεισε το σχολείο, άρχισαν οι απαγορεύσεις.  Τα καφενεία όλα κλειστά. Οι μαζώξεις κι αυτές απαγορευμένες κι οι συζητήσεις  περί εκλογών είχαν κοπάσει.  Την Κυριακή πριν σημάνει η καμπάνα για την κυριακάτικη λειτουργία εγώ επί ποδός. Παρακολουθούσα τον πατέρα, που αφού ντύθηκε σαν γαμπρός με κουστούμι, γραβάτα, ρεπούμπλικα, πήρε τον δρόμο για το σχολείο. Μεγάλη γιορτή οι εκλογές! Πρόλαβα κι εγώ. Φόρεσα το καλό μου φουστάνι κι έτρεξα για το σχολείο. Θα με αναζητούσε σήμερα ο παπάς. Χωρίς «Πάτερ Ημών « και πιστεύω να μείνει σήμερα η λειτουργία.  Η αυλή του σχολείου  γεμάτη από κουστουμαρισμένους του «ισχυρού φίλου». Καμιά γυναίκα στο προαύλιο.  Αυτή ερχόταν συνοδευόμενη, από τον σύζυγο ή άλλον συγγενή, τρομαγμένη σαν να έκανε κάτι παράνομο και περίμενε την αστυνομία να την συλλάβει. Πράγματι η αυλή επέβλεπαν αστυνομικοί, γιατί τα επεισόδια δεν έλειπαν. Περίεργο όμως γιατί οι γυναίκες είχαν το χέρι στο στήθος σαν να έκρυβαν εκεί κάτι επικίνδυνο ή απαγορευμένο. Μπαίνοντας μέσα η μητέρα μου, προσπάθησα  να μπω στο χώρο που γινόταν η ψηφοφορία. Οι στρατιώτες, βάζοντας χιαστί τα όπλα μου έκοψαν την φόρα. Άρχισα να κλαίω γοερά. Τρόμαξε η μάνα μου με άρπαξε αγκαλιά και να΄μαι στο άψε σβήσε πίσω από το παραβάν. Με άφησε κάτω, έβαλε το χέρι ευλαβικά μέσα στο σουτιέν της ,έβγαλε με ευλάβεια έναν φάκελο και κρατώντας με από το  χέρι έφθασε στην κάλπη σαστισμένη. Αφού μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε κι έριξε τον φάκελο στην κάλπη, με κράτησε από το χέρι κι απού φύγει- φύγει. Στην ίδια κατάσταση με την μάνα μου  βρισκόταν όλες οι  γυναίκες. Μα γιατί μαμά»; την ρώτησα « Μα γιατί δεν ξέρω  γράμματα» φώναξε για να το ακούσει μέχρι κι  ο Θεός κι άρχισε το μαγείρεμα. Αυτό το γνώριζε πολύ καλά η καλή μου μάνα που φάνταζε στα μάτια μου, όπως και κάθε άλλη μάνα  σαν Θεά. Κι όμως αυτές οι  Ελληνίδες θεές  ψήφισαν πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές  το 1934,  και τότε μόνο αν ήταν  πάνω από 30 χρονών και εγγράμματες.  Άκου  «μορφωμένες» σε μια εποχή  που ο  αναλφαβητισμός σάρωνε τις ελληνικές κοινωνίες.      Το πολυπόθητο όμως δικαίωμα ψήφου (για τις βουλευτικές εκλογές) δόθηκε στις ελληνίδες  το 1952

Κι ενώ η Ελληνίδα ήταν έτοιμη για την πρώτη πανηγυρική ψηφοφορία, έπεσε η βόμβα. Δεν προλάβαιναν λέει να τις εγγράψουν στους εκλογικούς καταλόγους, κι έτσι η γυναικεία ψήφος έπρεπε να αναβληθεί για την επόμενη φορά! Τα μούτρα των “πασάδων πατεράδων μας” χάλασαν, γιατί  τελικά δόθηκε  το πολιτικό δικαίωμα στις γυναίκες και ψήφισαν στις εκλογές του 1954. « Ε! όχι κι έτσι το γένος των θηλυκών να διεισδύσει στα ανδρικά άβατα»! . Α! έτσι μου είστε;  τότε ψηφίστε μόνες σας, τους εαυτούς σας» είπαν και  απείχαν της ψηφοφορίας, οι άνδρες. Τι μικροψυχία, κανένας δεν τους είχε μιλήσει για την « ΜΗΤΡΙΑΡΧΙΑ». Ναι οι πρώτες ανθρώπινες κοινωνίες ειδικά στο νησί του Μίνωα ήταν Μητριαρχικές.
Επιστρέφω στις εκλογές του χωριού μου με τον ήλιο να κατηφορίζει αργά στο κάστρο της νύχτας. Η αυλή του σχολείου ακόμη γεμάτη με άνδρες κομματάρχες με την αγωνία ζωγραφισμένη στα μάτια.  Τι ανοησία,  σαν να αφορούσε τους ίδιους η νίκη.  Με το βασίλεμα του ήλιου οι κάλπες έκλεισαν οι πόρτες έκλεισαν κι άρχισε η καταμέτρηση των ψήφων. Οι αντιπρόσωποι κάθε κόμματος με το μάτι γαρίδα παρόντες μη και επιχειρηθεί νοθεία στο μέτρημα των ψήφων που τελείωνε το ξημέρωμα. Την άλλη μέρα το πρωί οι νικητές πανηγύριζαν κι οι νικημένοι δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους μη και δημιουργηθούν εντάσεις. Ήταν και είναι ειρηνικό το μικρό μου χωριό. Σε άλλα χωριά έβγαιναν τα μαχαίρια. Μεγάλη πια, κι έχοντας  λάβει μέρος κι η ίδια σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις ποτέ ξανά δεν μπόρεσα να βρω την μαγεία των πρώτων εντυπώσεων, που άφησε στο μυαλό και στην ψυχή μου, η επαφή με τις πρώτες για μένα εκλογές του χωριού μου. Η μαγεία αυτή έχει τώρα χαθεί. Σήμερα που όλες οι ελευθερίες έχουν καταπατηθεί,  όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα τίποτε δεν θα αλλάξει . Οι παγκόσμιοι  κυβερνήτες έχουν πάρει την μοίρα του πλανήτη στα χέρια τους.   Η ανθρωπότητα οδηγείται στο χάος. Καμιά εκλογική αναμέτρηση δεν θα μας σώσει. Χάσαμε! Αφήσαμε πίσω μας την Αρχαία Ελλάδα και τον τρόπο «του εκλέγειν κι εκλέγεσαι». Τι να ευχηθώ, που όλα τα παρέσυρε το ποτάμι της παγκοσμιοποίησης ! ΨΗΦΙΣΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content