Αναστορήματα 

Του Σταύρου Φωτάκη

   Επεράσανε σάϊκα καλά πολλοί χρόνοι από ετότεσάς, απού αρχίξανε να παραιτούνε τον εβλοημένο τόπο τωνε οι γι αθρώποι τση Κρήτης. Να αλλαργοξορίζουνται στοι πολιτείες και μάλιστας οι πλιά πολλοί οθέ ν-τη μ-πρωτεύουσα, μα κι οθέ τσ’ άλλες χώρες τση γης.

Το φταίξιμο για ετούτονά το γ-ξεριζωμό ήτονε πλιά πολύ οι κακομοιργιές τση Γερμανοκατοχής, η γι-ορφάνεια  κι η φτώχεια, γι αυτό ο κάθε κακομοίρης εγύρευγενε τη ν-τύχη ν-του στη γ-ξενιθιά. Μπόλικοι κρητικοί  εβρήκανε φιλόξενο ν-τόπο σε κάθε γειτονιά τσ’ Αττικής Ένας απ’ αυτούς τσοι ξεριζωμένους ήτονε και ο μπάρμπα-Γιαννιός του Μανελοστεφανή, με τη γ-κερά ν-του τη γ-Κατίνγκω τση Ζαμπιάς. Εμπήκανε το λοιπός στο παμπόρι με λίγα πράματα σε δυό βουργίδια παραφουσκωμένα  και σ’ ένα φάρδο διπλόλουρο, όσα εμπορέσανε να κουβαλήσανε μαζί ν-τως από το νοικοκυργιό ν-τως. Δεν αποχωριστήκανε βέβαια τα κρητικά ν-τωνε ρούχα, τα σαλβάργια, ιερά προγονικά κειμήλια και σφραγίδα τση κρητικάδας τωνε.. Για νά ‘χουνε ένα γ-κομμάτι ψωμί να το τρώνε και να αναθρέψουνε τη φαμελιά ν-τως άνοιξενε ο Γιαννιός ένα καφενεδάκι στην περιοχή του Κερατσινίου και η Κατίνγκω έσαζενε κουμπότρυπες τω μ-ποκαμίσω σ’ ένα μ-πουκαμισάδικο.

   Μπαίνουνε το λοιπός μιαν αργαδινή στο καφενεδάκι του Γιαννιού, τρεις νοματαίοι κρητικοί ξενιτεμένοι κι αυτοί και χωργιανοί, ο Σήφης, ο Μανούσος κι ο Μανωλιός. Απής ήπιανε καμπόσα τσικουδόκρασα αρχίξανε να χωρατεύγουνται συναμεταξύ ν-τωνε και να αναστορούνται τα πατρογονικά ν-τως.

   Σήφης : Θυμάσαι μωρέ Μανούσο όντεν είμαστενε μικροκόπελα  κι επηγαίναμενε κι ετρώγαμενε τα σύκα του μπάρμπα Μανωλιό στ’ αμπέλι ; -Του διαόλου εμοιάζαμενε λέω.

   Μανούσος  :  Κιαμέ δε ν-το θυμούμαι ; Θυμούμαι το και το καλοθυμούμαι και μάλιστας έστεσενε και καρτέρι να πιάσει τσι συκοκλεφταράδες. Ντα δε θυμάσαι μωρέ κι εσύ Σήφη, πως μας επρόκαμενε μια βολά απάνω στη συκιά κι όντιμας τονε φοβερίσαμενε πως, είμαστενε Αγγέλοι και Αρχαγγέλοι ; 

-Είπα σου ετότεσάς : Γαβριήλ, Γαβριήλ και μου λες είντα θες Ναθαναήλ και σου λέω «ρίξε πυρ και φωθιά και κατάκαυσον αυτόν.» Ρίχνεις το λοιπόν το γ-κουβά τον άθο απού εβαστούσαμε στη γ-κεφαλή ν-του κι αυτός την εκουκουλώθηκενε αποκορφής. Ήβραμενε ετότες την ευκαιρία κι απού φύγει φύγει κι ίσαμε σήμερο είμαι άτιμος ανέ γατέει ποιοί ’τονε.

   Μανωλιός : Έ!!!, αφορισμένοι. Εσείς είσαστενε τάξε απού μου εκάμετε ετούτονά το γίβεντο και μου εφάετε κι ούλα τα σύκα ; Δε με γνοιάζει μωρέ απού τα εφάετε μόνο με λιχνίσετε κιόλας με τον άθο κι εγανάχτισα να ξεμαγαριστώ. Χαλάλι σας μωρέ τα σύκα, μα εδά θα πλερώσετε και τουλόγου σας την εξημιά, με ό,τι θα πιούμενε κι ετσά θα πατσίσομενε. 

   Γιαννιός : Καλά το κάνεις μπρέ Μανωλιό και τσι συχωρνάς, μα καλλιά και φάγανε τούτοι τα σύκα παρά να τα φάνε τα μιαρά.

   Σήφης : Είντα να πρωτοθυμηθούμενε από τα μικράτα μας και τα καμώματά μας :. 

-Τσι ξυπολησές μας στσ’ εξοχές, να βοσκολογούμενε τα ωζά μας, να μασε καρφώνουνε οι τσίτες στι πατσούχες μας και να  τα βλέπομενε μη κάμουνε εζημιές στα ξένα περβολοχώραφα ;  

-Το φόβο μη μασε παίξει το μούζικο ο δραγάτης και πάει τσι γονέους μας στον Αγρονόμο ; 

-Το χάλασμα τω ν-τροχάλω για να βρούμενε χοντροχοχλιούς και λιανοχοχλιούς ; Έ!!! τη μ-παντέρμη νιότη, μα δε γιαγέρνει οπίσω..

   Μανούσος : Αναστορούμαι κι εγώ δυο μυλωνικές απού ’καμα δεκαοχτάρης νεολαίος στη φάμπρικα. Εκουβάλησα λέω ελιές με τη ράχη μου απ’ ούλα τα πατητήργια του χωριού. Κι είντα φρύσες δεν έφαγα και μπακαλιάρους με το ρύζι. Κι όντεν άμπωθα μωρέ τη μανιβέλα, ετραγούδουνε κιόλας τσι καινούργιους σκοπούς τω μ-πρωτομαστόρω λυράρηδω Μουντόκωστα και Σκορδαλού κι ο πρωτομυλωνάς ο μακαρίτης ο Μαρκεζίνης έλεγενε : Τραγουδεί πάλι το κοπέλι !!!

   Μανωλιός  : Όφου όφου κι είντ’ αμπελοσκαψήματα δεν έκαμα κι εγώ ο κακομίτσης, σε ούλα τα κρασάμπελα του χωργιού. Μα και σε ξενοχώργιουλα επήγαμενε κι εσκάφταμενε με το μακαρίτη το Μαρακογιάννη. Κοντά δυο ώρες εσαλεύγαμενε, για πενήντα δραχμές μεροκάματο, από ήλιο σ’ ήλιο, ολημερνήσιως τση μέρας. 

-Κι είντα, θερίσματα, αλωνέματα και λιχνίσματα, σπορές και καλουργήσματα δεν έκαμα ο μυργιοκακομοίρης ; 

-Ντα λίγες βολές επήγα στα φουρνόξυλα, δεν επάτησα κρασοστάφυλλα στη τζιβέρα, δεν έστεσα τέλια για να πιάσω λαγούς, γη δεν έπαιξα τη μουγκρινάρα για να φύγουνε οι γι αρκάλοι απ’ τ’ αμπέλι ;

-Μα και το φυσερό θαρρείς πως λίγες φορές το εφύσηξα του μακαρίτη του Χαρκιά και χτύπους με τη βαρέ στ’ αμόνι !!! 

-Ως και στσι κολύμπες του Πλατύ ποταμού εκατέβηκα να ψαρεύγω αχέλια. Ντα άφηκα κοντό και πράμα απού να μη τό ’χω καωμένο ; Καλιάς τό ’χω να μη ν-τα θυμούμαι γιατί στενοχωρούμαι 

   Μανούσος : Μα ποιός δεν αναστοράται και τα γλεντοκοπήματά μας στο χωργιό και στα γυροχόργιουλα πεζοπόροι κοντά δυο ώρες, ετότες απού εμπερμπατονυχτοπερπατούσαμενε ; Και τσι καντάδες μας στα σοκάκια, πάνω και κάτω ρούγα, για να μασε γροικούνε οι κοπελιές, σαν τσ’ Ερωτόκριτους με τσ’ Αρετούσες

   Γιαννιός : Ετότεσάς μωρέ πατριωτάκια ήτονε πλιά όμορφα στο ν-τόπο μας μα επαέ απού ‘ρθαμενε δεν υπάρχουνε ετούτανά. 

-Αντέστε δά να αποπιείτε τσι τσικουδιές σας και ώρα ‘ναι μπλιό να μισέψετε. 

Να πάτε στα εφτά καλά τση παναγίας, γιατί η γι-ώρα βάνει και τη γ-Κατίνγκω μου και θα μασε μοτσάρει. Καλά’ ναι τα αναστορήματα μα δε τελειώνουνε. Αμέτε στο καλό και άλλη βολά θα πούμενε κι άλλα. 

-Ώρα σας καλή.

ΥΓ) Μου ζητήθηκε και τό ’γραψα για συγκεκριμένο σκοπό. Περιλαμβάνει αρκετά προσωπικά βιώματα. Επιείκια…..

    Μάης 25 του 2024

  Σταύρος Φωτάκης

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content