Oι 140 ναοί του Ηρακλείου – Κάθε εκκλησία και μια ιστορία

Κάποιοι από αυτούς εκτός από λατρευτικοί χώροι χρησιμοποιήθηκαν ως καφενεία, αγορές και βαρελάδικα ενώ δύο από αυτούς κατεδαφίστηκαν για να ανεγερθούν το αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου και ένα ..ξενοδοχείο!.

Ναοί που χτίστηκαν ως Καθολικοί για να γίνουν Ορθόδοξοι στη συνέχεια, ναοί που στην πορεία των αιώνων ανήκαν εναλλάξ και στα δύο δόγματα και άλλοι Ορθόδοξοι που λειτούργησαν ως τζαμιά για να παραχωρηθούν στους ντόπιους με την αποχώρηση των Τούρκων κατακτητών συνθέτουν το σκηνικό μιας μεγάλης περιήγησης στις σημερινές εκκλησίες του Ηρακλείου.

Σήμερα υπολογίζεται ότι στην πόλη υπάρχουν περίπου 140 ναοί, με έντονα τα στοιχεία της παρουσίας των Ενετών και της αρχιτεκτονικής τους σε πολλούς από αυτούς. Εντυπωσιακό είναι ότι κάποιοι από αυτούς εκτός από λατρευτικοί χώροι χρησιμοποιήθηκαν ως καφενεία, αγορές και βαρελάδικα ενώ δύο από αυτούς κατεδαφίστηκαν για να ανεγερθούν το αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου και ένα ..ξενοδοχείο!.

Βγαίνοντας από το λιμάνι της πόλης και προχωρώντας δυτικά στην παραλιακή λεωφόρο ο επισκέπτης θα συναντήσει τη Μονή Πέτρου και Παύλου.

Αποτελεί ένα από τα παλαιότερα μνημεία της κατηγορίας του, με ευρύτερο ευρωπαϊκό ενδιαφέρον και για την πορεία της αρχιτεκτονικής του 13ου αιώνα και την παρουσία της τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα.

Ο Ναός Πέτρου και Παύλου χτίστηκε κατά τους πρώτους χρόνους της βενετσιάνικης κυριαρχίας ως Καθολικό της Μονής του Τάγματος των Δομηνικανών (Domenicani Predicatori). Με την έλευση της Οθωμανικής κυριαρχίας ο Άγιος Πέτρος μετατράπηκε αμέσως σε μουσουλμανικό τέμενος.

Ως ανταλλάξιμη περιουσία αγοράσθηκε από την Ενορία του Αγίου Δημητρίου Λιμένος για να λειτουργήσει ως Ναός. Τελικά αποφασίστηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού να επιτραπεί μόνο η επετειακή λειτουργία του περιστασιακά και να παραμείνει ως επισκέψιμο μνημείο. Μετά από πολλά χρόνια ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση του ναού και σύντομα πρόκειται να ξεκινήσει η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου.

Ανηφορίζοντας προς το κέντρο της πόλης στον πεζόδρομο της 25ης Αυγούστουσυναντάμε τον Αγιο Τίτο έναν ναό που σεβάστηκαν οι Ενετοί.. Μετά την περίοδο της Αραβοκρατίας και την ανάκτηση της Κρήτης το 961 από τους Βυζαντινούς, αποκαταστάθηκε και η εκκλησία της Κρήτης. Την περίοδο αυτή πρέπει να κτίστηκε ο ναός που αφιερώθηκε στον Ισαπόστολο Τίτο.

Μετά την εγκατάσταση των Βενετών στην Κρήτη, το Βατικανό έδιωξε τον Ορθόδοξο Μητροπολίτη Κρήτης και τους Επισκόπους κι εγκατέστησε Λατίνους, Αρχιεπίσκοπο και Επισκόπους. Ωστόσο, οι Ενετοί δεν πείραξαν το ναό του Αγίου Τίτου, ο οποίος παρέμεινε όπως ήταν με τις βυζαντινές εικόνες και τα ορθόδοξα κειμήλια.

Στη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, ο ναός μετατράπηκε σε τζαμί -το λεγόμενο Βεζίρ τζαμί- ενώ το κωδωνοστάσιο μετατράπηκε σε μιναρέ. Κατά την παράδοση του Χάνδακα στους Οθωμανούς, το 1669, όλα τα κειμήλια μεταφέρθηκαν στη Βενετία.

Ο μεγάλος σεισμός του 1856 κατέστρεψε εξ ολοκλήρου το ναό, που κτίστηκε πάλι από την αρχή, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αθ. Μούση.

Το 1925 έγινε ξανά Ορθόδοξος με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στις 15 Μαΐου 1966 πραγματοποιήθηκε με κάθε λαμπρότητα και επισημότητα η ανακομιδή της Κάρας του Αγίου Τίτου από τον Άγιο Μάρκο της Βενετίας.

Λίγα βήματα παραπάνω σε περίοπτη θέση στον ίδιο δρόμο , στο ιστορικό κέντρο της πόλης, απέναντι από την κρήνη Μοροζίνι, βρίσκεται ο ναός του Αγίου Μάρκου των Ενετών, ο οποίος στεγάζει σήμερα τη Δημοτική Πινακοθήκη.

Ο ναός, που οικοδομήθηκε απέναντι από το Δουκικό ανάκτορο, κατείχε σημαντική θέση στην κοινωνία της εποχής της Ενετικής κυριαρχίας. Εδώ αναλάμβαναν, με κάθε επισημότητα, τα καθήκοντά τους όλοι οι άρχοντες και αξιωματούχοι κι εδώ ζητούσε την προστασία του Αγίου ο απλός λαός.

Σε μια από τις μεγαλύτερες πλατείες της πόλης που φέρει και το όνομα του πολιούχου Αγίου Μηνά βρίσκεται μια αξιόλογη ενότητα εκκλησιών. Ο μικρός ναός του Αγίου Μηνά και της Παντάνασσας αναφέρεται στους καταλόγους των εκκλησιών του Χάνδακα της εποχής της Ενετικής κυριαρχίας. Μετά από πολύχρονη αχρησία, το 1735, ο ναός ανακαινίζεται και γίνεται η μητρόπολη της πόλης και έκτοτε κέντρο των ορθοδόξων χριστιανών του οθωμανικού Χάνδακα. Το Πάσχα του 1826 και ενώ εκκλησιάζονται οι χριστιανοί μέσα στο ναό, οι μουσουλμάνοι αποφασίζουν να τους επιτεθούν και να τους σφάξουν. Τη στιγμή, όμως, που είναι έτοιμοι για την αποτρόπαια αυτή πράξη τους, εμφανίζεται μπροστά τους ένας αξιωματικός καβαλάρης με γυμνό σπαθί, που τους αποτρέπει και τους καταδιώκει από το ναό. Οι χριστιανοί πιστεύουν ότι πρόκειται για θαύμα και ότι ο καβαλάρης είναι ο ίδιος ο Άγιος Μηνάς, που προστατεύει τους κατοίκους και την πόλη τους.

Το τέμπλο του, που είναι επίχρυσο και χωρίζεται με κιονίσκους, ιδιαίτερα εκείνο του κλίτους της Υπαπαντής, αποτελεί εξαίρετο δείγμα εκκλησιαστικής ξυλογλυπτικής και φέρει εξαιρετικές εικόνες του Γεωργίου Καστροφύλακα του 17ου αιώνα.

Οι εικόνες του ναού που σώζονται μέχρι σήμερα, αποτελούν έργα Κρητών αγιογράφων του 18ου αιώνα με μεγάλη καλλιτεχνική αξία.

Ο θεμέλιος λίθος του Ιερού Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Μηνά δίπλα στην μικρή εκκλησία τέθηκε στις 25 Μαρτίου του 1862 από τον αρχιερέα Διονύσιο Χαριτωνιάδη μετέπειτα Οικουμενικό Πατριάρχη.

Η έκρηξη της Κρητικής επανάστασης το 1866 οδήγησε στην άμεση διακοπή των εργασιών, που συνεχίστηκαν το 1883 και ολοκληρώθηκαν το 1895

Η Αγία Αικατερίνη, Καθολικό της ομώνυμης Σιναϊτικής μονής, βρίσκεται βορειοανατολικά του Μητροπολιτικού ναού του Αγίου Μηνά. Ιδρύθηκε τη Β´ Βυζαντινή περίοδο και αποτέλεσε πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο από το 15ο έως το 17ο αι. Σήμερα ο ναός της Αγίας Αικατερίνης λειτουργεί ως μουσείο. Στο χώρο του στεγάζεται έκθεση της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης με αντιπροσωπευτικά έργα της Κρητικής Αναγέννησης ανάμεσα στα οποία ξεχωριστή θέση κατέχουν οι φορητές εικόνες του Μιχαήλ Δαμασκηνού.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content