Ο Νίκος Ψιλάκης γράφει για το Μιχάλη Νικηφοράκη

Στη σελίδα που διατηρεί στο facebook o εκλεκτός συνάδελφος και φίλος Νίκος Ψιλάκης φιλοξενεί ένα αφιέρωμα που έκανε στον αείμνηστο πλέον Μιχάλη Νικηφοράκη.

Κρίναμε σκόπιμο και χρήσιμο να το αναδημοσιεύσουμε.

Μιχάλης Νικηφοράκης: Ο Άνθρωπος Που Μοίραζε Τις Γνώσεις Του Όπως Μοίραζε Την Ψυχή Του!

 

Του ΝΙΚΟΥ ΨΙΛΑΚΗ

 

Όταν τον ρωτούσα ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας του, δηλαδή της επιτυχίας μιας συντροφιάς που υπηρέτησε με πρωτόγνωρο πάθος την τέχνη της φωτογραφίας, απαντούσε σχεδόν στερεότυπα: «Το μυστικό μας είναι ότι δεν έχομε μυστικά!» Ο λόγος για τον Μιχάλη Νικηφοράκη, τον οδοντίατρο που τόσο απροσδόκητα ταξίδεψε χτες στον δρόμο χωρίς επιστροφή. Αν δεν είχαν χάσει το νόημά τους οι λέξεις, θα μιλούσα για μια μεγάλη απώλεια. Γιατί είναι απώλεια το αδόκητο φευγιό του Μιχάλη, απώλεια για τους μαθητές  και τους συνεργάτες του, μα περισσότερο για την πόλη, για την Κρήτη και  για την τέχνη της φωτογραφίας. Ας είχε περάσει τα 85 του χρόνια. Σε τούτον τον κόσμο υπάρχουν και τα μικρά θαύματα της φύσης, οι άνθρωποι που η πραγματική τους ηλικία δεν συνάδει με τη βιολογική. Δεν έχει περάσει μήτε μήνας από τότε που έκαμε την τελευταία του εξόρμηση στη φθινοπωρινή Κρήτη, ούτε 20 μέρες από τότε που, όρθιος για ώρες, αποτύπωνε τα ζωγραφικά έργα του επιστήθιου φίλου του κ. Μιχάλη Τσαπάκη. Όταν κρατούσε τη φωτογραφική μηχανή του ο Νικηφοράκης ξεχνούσε τα χρόνια, ξεχνούσε τα εγκόσμια, παραδινόταν στη μαγεία της τέχνης και ξαναγινόταν παιδί.

Ναι, απώλεια. Και ας μην αξιολογήθηκε η προσφορά του από τους ιθύνοντες, και ας μην βρέθηκε κανείς εκλεγμένος της πόλης να του χτυπήσει την πόρτα. Πολιτισμός σημαίνει δημιουργία, όχι αναμάσημα, όχι κομπασμός, όχι  (αυτο)προβολή, αλλά στάση ζωής. Πόσοι, άραγε, πλην των μυημένων στη φωτογραφική τέχνη, ξέρουν ότι έργα του Νικηφοράκη βρίσκονται σε μεγάλα μουσεία του κόσμου, ότι οι  φωτογραφίες του ταξίδεψαν σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, από την Αργεντινή μέχρι την Ιαπωνία κι από την Αυστραλία μέχρι την Κίνα και τη Ρωσία; Δεκάδες, ίσως κι εκατοντάδες φωτογραφίες του από την Κρήτη διακρίθηκαν σε παγκόσμιους διαγωνισμούς κι έφεραν το νησί στο προσκήνιο της τέχνης του. Κάποιος κοινός φίλος μου είχε πει πριν από χρόνια ότι ο Μιχάλης είχε κατακτήσει πάνω από 300 χρυσά μετάλλια για την τέχνη του!

Ήταν κάπου προς τα μέσα της δεκαετίας του 1960 όταν μια ομάδα φίλων (ανάμεσά τους ο Γιώργος Μάρκογλου, ο Μανώλης Αντωνακάκης και κάμποσοι άλλοι σπουδαίοι) αποφάσισαν να δημιουργήσουν το παράρτημα της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας στο Ηράκλειο. Μέρα με τη μέρα οι ομότεχνοι δένονταν με δεσμούς ακατάλυτους, όχι μόνο συνεργασίας αλλά και φιλίας πραγματικής. Καμάρωνε γι’ αυτό ο Μιχάλης Νικηφοράκης. Δεν υπήρχαν στεγανά σ’ αυτή την παρέα, κατακτούσαν τα μυστικά της φωτογραφίας με κόπο μεγάλο και τα μοιράζονταν μεταξύ τους.  Έτσι ξεκίνησαν κι έτσι ξετέλεψαν. Το μοίρασμα της τέχνης γινόταν μοίρασμα ψυχής. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη παρακαταθήκη που αφήνει ο Μιχάλης στον τόπο του και στην αγαπημένη του Ελληνική Φωτογραφική Εταιρεία. Δεκάδες παιδιά καταφεύγουν εκεί κάθε χρόνο. Και μαθαίνουν. Μυούνται στην τέχνη. Ακόμη και στα τελευταία του ο εκλιπών αγαπημένος φίλος είχε μείνει πιστός στις αρχές του. Πάντοτε πρόθυμος, πάντοτε δάσκαλος, πάντοτε Άνθρωπος. Κι όταν τέλειωνε η θεωρία ο Μιχάλης ήταν εκεί, συνόδευε τους μελλοντικούς συναδέλφους του σε εξορμήσεις στα βουνά, στα λιμάνια, στις πόλεις και στα χωριά της Κρήτης.

Τον θυμάμαι με μια τσάντα φωτογραφίες στο χέρι, βάρος ασήκωτο, ίσως 2.000, ίσως και περισσότερες. Ήταν οι φωτογραφίες των μαθητών του. Πήγαιναν εκδρομή και στο τέλος παραλάμβανε από τον καθένα 20, 30, 50, ανάλογα με την εποχή και το θέμα. Καθόταν νύχτες ολόκληρες, τις μελετούσε μια – μια κι έγραφε παρατηρήσεις ή σχόλια στην πίσω πλευρά. Πάθος αληθινό, αγάπη ασύνορη. Πώς αλλιώς μπορεί να δικαιολογήσει κανείς τον χρόνο, τον κόπο, τα έξοδα; Γιατί όλα αυτά ο Μιχάλης Νικηφοράκης τα πρόσφερε χωρίς την παραμικρή υλική απολαβή. Δωρεάν! Έτσι όπως πρόσφερε και την καρδιά του…

Θα μπορούσα να γράψω σελίδες για την προσφορά, για την τέχνη, ακόμη και για τις αναμνήσεις από μια φιλία που κράτησε τρεις δεκαετίες. Θα αρκεστώ σ’ ένα περιστατικό μόνο: Είχαμε ξεκινήσει μαζί ένα Σάββατο, διασχίσαμε πάνω από 150 χιλιόμετρα για να φωτογραφίσομε τοπία κι ανθρώπους, κυρίως θέματα σχετικά με την τοπική μας παράδοση. Τον πήγα στο σπίτι κάποιου γέροντα φίλου σε ορεινό χωριό. Μορφή καταπληκτική, απ’ αυτές που γράφουν στον φακό. Περπατήσαμε μαζί, στήσαμε μηχανές. Έβγαλα ένα καλό πορτρέτο, το δημοσίευσα και σε κάποιο βιβλίο. Τις δικές του δεν τις είδα ποτέ! Προφανώς δεν ήθελε να ανταγωνιστεί τον φίλο, που τον θεωρούσε και μαθητή του.

Καλό κατευόδιο, Μιχάλη. Ξέρω, θα συναντήσεις ξανά εκείνους που σου λείψανε και κυρίως τη Μαρίνα, τη Μαρίνα σου. Κι ας άφησες πίσω σου δακρυσμένα μάτια δικών και φίλων. Της Ρένης και του Πολυχρόνη που επάξια βαδίζει στον δρόμο σου. Οι δύσκολες εποχές που περνάμε δεν επέτρεψαν να πω δυο λόγια στο ξόδι σου. Κι αν γράφω τούτες τις λέξεις είναι γιατί θέλω να μιλήσω. Να μιλήσω για σένα, τον άνθρωπο που θαύμαζα κι εξακολουθώ να θαυμάζω. Είναι γιατί η κοινωνία μας χρειάζεται ορόσημα, χρειάζεται τους ανθρώπους της προσφοράς, χρειάζεται την ανιδιοτέλεια, το μοίρασμα, την τέχνη τους. Όπως ακριβώς και τούτη η πόλη που δεν αξιοποίησε για το γενικό καλό, μα και για το δικό της κύρος, ανθρώπους σαν τον Νικηφοράκη.

 

 

 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content