Μέχρι το 2023 θα έχει αποκατασταθεί το ιστορικό Κτήμα Τατοϊου – Μια εντυπωσιακή περιγραφή

Στην πορεία των εργασιών στο Τατόι αναφέρθηκε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λ. Μενδώνη, σε συνέντευξή της στον ραδιοφωνικό σταθμό ΣΚΑΙ. Όπως πληροφόρησε η κ. Μενδώνη, έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της επιλογής αναδόχου για το κτίριο του ανακτόρου. «Υπάρχει πλέον ο ανάδοχος, ο οποίος θα εκπονήσει τη μελέτη εφαρμογής για το κτίριο του ανακτόρου. Αρχές Απριλίου ξεκινούν να εφαρμόζονται τα πρώτα σωστικά μέτρα στο ανάκτορο. Η εκπόνηση της μελέτης, σύμφωνα με τη νομοθεσία, θέλει αρκετούς μήνες. Μέχρι το Μάιο του 2021 οι υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ θα έχουν την μελέτη εφαρμογής για να ξεκινήσει η διαδικασία του διαγωνισμού για τον ανάδοχο του έργου», τόνισε η κ. Μενδώνη, μετά και την αυτοψία που πραγματοποιήθηκε στο κτήμα την περασμένη Παρασκευή. «Στόχος είναι το 2023 να έχει τελειώσει το ανάκτορο (σ.σ. το οικοδομικό σκέλος της αποκατάστασης του κτηρίου) για να ξεκινήσει αμέσως η τοποθέτηση των αντικειμένων, επί των μελετών που ήδη εκπονούνται», συμπλήρωσε, μεταξύ άλλων, η υπουργός Πολιτισμού.

Ως προς τις σωστικές εργασίες, η κ. Μενδώνη σημείωσε ότι θα ξεκινήσουν να γίνονται τώρα, «προφανώς με τη συμβατότητα που απαιτούν οι μελέτες, ώστε ούτε χρήματα να δαπανηθούν αδίκως, αλλά κυρίως να γίνει σωστά το έργο. Να σημειώσω εδώ ότι ήδη έχουμε τις οριστικές μελέτες, τις μελέτες εφαρμογής εκπονούμε τώρα», πρόσθεσε η ίδια. Ως προς τις δωρεές που υπάρχουν αυτή τη στιγμή για το Τατόι, η κ. Μενδώνη είπε ότι υπάρχουν δυο «και ευελπιστούμε και σε άλλες. Η πρώτη αφορά στη μελέτη σκοπιμότητας η οποία χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Αθανασίου Λασκαρίδη. Αφορά στο σύνολο αξιοποίησης και ανάδειξης των 47.000 στρεμμάτων».

Η άλλη χορηγία είναι από τον Αθανάσιο Μαρτίνο, ο οποίος «ασμένως, διέθεσε τα χρήματα για την παραγγελία δύο μεγάλων tolls, τα οποία θα τοποθετηθούν και αυτά αρχές Απριλίου, προκειμένου να αρχίσει κανονικά η εκκένωση -αρχίζει αυτή την εβδομάδα- των μαγειρείων και στη συνέχεια να αρχίσει η εκκένωση του στάβλου του Γεωργίου», συμπλήρωσε η υπουργός, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για «κτήρια μεγάλα, γεμάτα κιβώτια, τα οποία δεν έχουν ανοιχτεί ποτέ. Οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού, θα καταγράψουν και θα συντηρήσουν τα κινητά που βρίσκονται μέσα. Συγχρόνως, θα ξεκινήσει η εκπόνηση των αναγκαίων μελετών, αρχιτεκτονικών, στατικών, ηλεκτρομηχανολογικών, για τα κτήρια, τα οποία θα αδειάζουν. Είναι ένα αρκετά σύνθετο εγχείρημα, πολλώ δε μάλλον, όπως αντιλαμβάνεστε, όταν αναφερόμαστε στο σύνολο του κτήματος, τον συντονισμό του οποίου έχει αναλάβει το ΥΠΠΟΑ», πρόσθεσε, μεταξύ άλλων, η κ. Μενδώνη.

ΑΠΕ

 

Περιγραφή του Κτήματος Τατοϊου

Το πρώην Βασιλικό Κτήμα Τατοΐου, διαιρείται σε τρείς αυτόνομες και αυτοτελείς ενότητες: Την Ανακτορική, την Διοικητική και το “Χωριό” ή αλλιώς την Γεωκτηνοτροφική/Οικιστική ενότητα. Ξεχωριστή ενότητα του Κτήματος αποτελεί το Βασιλικό Κοιμητήρι.

Ανακτορική Ενότητα

Βασιλική Έπαυλη-Παλάτι

Όπως μας δείχνει χάρτης του Κτήματος τους έτους 1878-79, φαίνεται καθαρά ότι η θέση στην οποία κτιζόταν η βασιλική κατοικία έχει ήδη επιλεγεί, καθότι έχει είδη αρχίσει η διαμόρφωση του κήπου μπροστά της. Ωστόσο, η διαδικασία ανέγερσης της κατοικίας δεν ξεκίνησε παρά μόνο το 1880, με την αποστολή του νεαρού αρχιτέκτονα Σάββα Μπούκη στην Αγία Πετρούπολη, με εντολή, εκ μέρους του Γεωργίου Α’ και της Όλγας, να αντιγράψει μια από τις επαύλεις του πάρκου και του ανακτόρου του Πέτερχοφ, στη νότια ακτή του Φιννικού κόλπου. Επρόκειτο για την έπαυλη Ferme (Αγροικία), στην οποία αρέσκονταν να κατοικεί ο τσάρος Αλέξανδρος Β’, αδερφός του πατέρα της βασίλισσας Όλγας.

Η «Αγροικία» ήταν έργο του Άνταμ Μανελάους ή Μένελας (1753-1831), οποίος βρέθηκε στη Ρωσία ως μέλος της συνοδείας του διάσημου σκωτσέζου αρχιτέκτονα Charles Cameron. Κτίσθηκε στα 1826-1829, σε αγγλικό νεογοτθικό ρυθμό, και μας είναι γνωστή, στην αρχική της μορφή, από απεικόνιση του έτους 1845. Επί αυτοκράτορα Αλεξάνδρου Β’ (1855-1881) η «Αγροικία» επεκτάθηκε με την προσθήκη ορόφου στο ισόγειο τμήμα της. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς και μόλις πρόσφατα ολοκληρώθηκε η αποκατάσταση της και η αυθεντική εξ νέου επίπλωση της. Λειτουργεί ως Μουσείο αφιερωμένο στον Αλέξανδρο Β’.

Στο Τατόι, οι εργασίες ανέγερσης διήρκεσαν από την άνοιξη του 1884 έως τα τέλη του 1886. Ωστόσο, οι σημαντικές χωματουργικές εργασίες προς την πλευρά του κήπου, καθώς και η ολοκλήρωση της εσωτερικής διακόσμησης, καθυστέρησαν την εγκατάσταση της βασιλικής οικογενείας στην νέα έπαυλη. Τα εγκαίνια τελικά τελέσθηκαν με απλότητα την Πέμπτη 18 Μαΐου 1889.

Μπροστά στην νότια πλευρά, τοποθετήθηκε το χάλκινο άγαλμα έφιπποθ «Κοζάκου κυνηγού», έργο του γλύπτη Ιευγκένη Ιευγκένεβιτς Λανσεράι (1848-1886), το οποίο η βασίλισσα Όλγα είχε αγοράσει και μεταφέρει από τη Ρωσία.

Η έπαυλη χρησίμευε ως κύρια θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας, η οποία κατοικούσε σε αυτήν από τον Μάιο έως το προχωρημένο φθινόπωρο. Μόνο το 1909-10 η βασιλική οικογένεια διαχείμασε στο Τατόι, λόγω των πολιτικών γεγονότων της εποχής, κυρίως όμως λόγω της πυρκαγιάς, που είχε καταστήσει τα Ανάκτορα Αθηνών-σημερινή Βουλή-ακατοίκητα.

Μετά τη δολοφονία του Γεωργίου Α’ στη Θεσσαλονίκη το 1913, η βασίλισσα Όλγα διέμεινε για ένα διάστημα στην έπαυλη, η οποία σύμφωνα με τη διαθήκη του συζύγου της, της άνηκε. Λόγω της καταστροφής της δικής του έπαυλης στη μεγάλη πυρκαγιά της 30ης Ιουνίου 1916, μεταφέρθηκε σε αυτήν και ο βασιλεύς Κωνσταντίνος. Στις 12 Οκτωβρίου 1920 πέθανε εκεί από δάγκωμα πιθήκου, μετά από εβδομάδες φρικτής αγωνίας, ο βασιλεύς Αλέξανδρος.

Κατά την περίοδο της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1935), το ανάκτορο χρησίμευε ως θερινή κατοικία του αρχηγού του Κράτους, και διέμεινε σε αυτήν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Αλέξανδρος Ζαΐμης. Τμήμα του Ανακτόρου, επισκέψιμο στο κοινό, λειτούργησε ως μικρό μουσείο της Δυναστείας. Μετά την παλινόρθωση, τη διετία 1937-39, κατ’ επιθυμία του Γεωργίου Β’-που επιδίωκε να διαμένει στο Τατόι και το χειμώνα-η έπαυλη εκσυγχρονίστηκε εσωτερικά, απέκτησε λουτρά και κεντρική θέρμανση και υπέστη σοβαρές μετατροπές κυρίως εξωτερικά, οι οποίες όμως αλλοίωσαν κυρίως την προς τον κήπο όψη της.

Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, το Ανάκτορο σφραγίστηκε από τον γερμανό κατακτητή. Υπάρχουν δε μαρτυρίες ότι όποιοι από τους Γερμανούς μπήκαν στον πειρασμό να προσπαθήσουν να μπουν στο εσωτερικό του Ανακτόρου, τιμωρήθηκαν σκληρά από τον διοικητή τους. Το Ανάκτορο λεηλατήθηκε, μαζί με το υπόλοιπο κτήμα, την περίοδο των Δεκεμβριανών. Μετά τον πόλεμο επισκευάσθηκε πρόχειρα, λόγω των πενιχρών οικονομικών της χώρας, και από τα τέλη του 1948 και μετά χρησιμοποιήθηκε πλέον ως μόνιμη πλέον κατοικία από την βασιλική οικογένεια. Λόγω αυτού, διαδραματίσθηκαν σε αυτή σημαντικά γεγονότα της εθνικής και πολιτικής ιστορίας μας, ενώ την επισκέφθηκαν ή φιλοξενήθηκαν εκεί αρχηγοί κρατών και διεθνούς φήμης προσωπικότητες. Ο βασιλεύς Παύλος πέθανε στο Τατόι στις 6 Μαρτίου 1964.

Ανάκτορο

Η πρόσοψη του Ανακτόρου

Το πρώτο Ανάκτορο, «Ανάκτορο Κωνσταντίνου».

Αρχιτέκτων του είναι ο γνωστός σε όλους Ερνέστος Τσίλερ, ο οποίος αναφέρει στις αναμνήσεις του ότι έκτισε στο Τατόι για τον βασιλέα Γεώργιο μια βίλλα «Ελληνοελβετικού» ρυθμού, χωρίς να εξηγεί τι ακριβώς σημαίνει αυτό. Επρόκειτο για ένα διώροφο σπίτι πάνω σε ένα αρκετά υψηλό βάθρο, με έξη ανοίγματα στη μακρά του πλευρά και τρία στη στενή, αέτωμα κοσμημένο με ζωγραφικές παραστάσεις, καθώς και ανθέμια και ακροκέραμα στη δίρριχτη στέγη του.

Αποτελούσε την κατά πολύ απλουστευμένη εκδοχή μιας πρότασης «δευτερεύοντος» κτηρίου στο Τατόι, η οποία βρίσκεται κατατεθειμένη στο αρχείο Τσίλλερ στην Εθνική Πινακοθήκη. Στα ανατολικά της κεντρικής σκάλας που οδηγούσε στον εξώστη της κυρίας εισόδου, τοποθετήθηκε το μαρμάρινο άγαλμα του «Ψαρά» του γλύπτη Δημητρίου Φιλιππότη. Τα εγκαίνια της επαύλεως πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 7 Απριλίου 1874. Παρόλο που το οίκημα προοριζόταν για «ξενώνας», χρησιμοποιήθηκε από τον Γεώργιο Α’ ως θερινή κατοικία του μέχρι το 1889, έτος που κατοικήθηκε το κυρίως «παλάτι».

Στη παλιά έπαυλη εγκαταστάθηκε τότε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος την ίδια χρονιά παντρεύτηκε. Στο διάστημα αυτό, το κτήριο αναμορφώθηκε με την προσθήκη ενός χαμηλού τρίτου ορόφου, χάνοντας μέρος του νεοκλασικού εξωτερικού του διακόσμου, καθώς και τις αρμονικές αρχικές αναλογίες του. Λόγω του μικρού του μεγέθους, οι τελετές και τα επίσημα γεύματα εκτυλίσσονταν στην ευρύχωρη αυλή μπροστά του. Πλείστα σημαντικά πολιτικά γεγονότα έλαβαν χώρα σ’ αυτό. Εκεί επίσης γεννήθηκε ο Γεώργιος Β’ (1890). Ο Κωνσταντίνος εξακολούθησε να το κατοικεί έως την μεγάλη πυρκαγιά της 30ης Ιουνίου 1916, που το κατέστρεψε.

Έκτοτε το «ανάκτορο του Κωνσταντίνου» γίνεται το «καμένο σπίτι», τα ερείπια του οποίου κατεδαφίζονται το 1937. Ίχνη τους σώζονται ακόμη και σήμερα, μέσα στην πυκνή βλάστηση.

Το πρώτο Ανάκτορο

Το πρώτο Ανάκτορο ή “Ανάκτορο Κωνσταντίνου”, έργο Τσίλερ

Το παρεκκλήσι του Προφήτη Ηλία

Έλαβε το όνομα του από ένα ερειπωμένο εξωκκλήσι γειτονικού λόφου και ήταν το πρώτο κτίσμα που περατώθηκε (πρώτη αναφορά στις 21/5/1873) στο κτήμα μετά την αγορά του Τατοΐου από τον Γεώργιο Α’. Η κατασκευή του οφείλεται στο έντονο ανεπτυγμένο θρησκευτικό συναίσθημα και την ευλάβεια της βασίλισσας Όλγας. Είχε την μορφή μικρής μονόχωρης βασιλικής ιταλο-βυζαντινής αισθητικής, με ένα κομψό καμπαναριό, για μια μόνο καμπάνα, πάνω από την είσοδο. Συνδεόταν με την πλατεία του παλαιού ανακτόρου με στοά από υψηλούς πεσσούς και σιδερένια πέργκολα καλυμμένη από πλούσια φυλλώματα. Στον Προφήτη Ηλία ετελείτο η Θεία Λειτουργία, καθώς και δοξολογίες επ’ ευκαιρία εορτών, επετείων ή άλλων γεγονότων της ζωής των μελών της βασιλικής οικογενείας. Κάηκε κι αυτό, όπως και το Ανάκτορο Κωνσταντίνου, στη μεγάλη πυρκαγιά της 30ηςΙουνίου 1916. Οι φορητές εικόνες του ωστόσο διασώθηκαν από τον πρίγκιπα Χριστόφορο την ώρα της φωτιάς και μεταφέρθηκαν πολύ αργότερα από τον Βασιλέα Παύλο στο ναό της Αναστάσεως, στο βασιλικό κοιμητήριο.

Τα μαγειρεία

Το υπάρχον κτίσμα ολοκληρώθηκε το 1939, είναι δηλαδή σύγχρονο της μεγάλης σε έκταση ανάπλασης που έγινε προπολεμικά στο Ανάκτορο. Στο αρχείο του Κτήματος, αναφέρεται ως επιβλέπων αρχιμάστορας των εργασιών ο Δημήτριος Φούρναρης, αλλά δεν αποκαλύπτεται το όνομα του αρχιτέκτονα, που ίσως ήταν ο Περικλής Σακελλάριος. Τα μαγειρεία διαθέτουν πλήρες και χωριστό τμήμα μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, δωμάτια για το προσωπικό και αποθηκευτικούς χώρους. Μέσω ενός υπογείου διαδρόμου, επικοινωνούν με το παλάτι το οποίο επίσης διέθετε πλήρη κουζίνα στο ημιυπόγειο. Περίπου ταυτόχρονα κατασκευάζεται δίπλα στα μαγειρεία αντιαεροπορικό καταφύγιο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τους εργαζόμενους στο κτήμα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, τοποθετούνται παραπλεύρως τα τεράστια boiler για τη θέρμανση της πισίνας που τότε κατασκευάστηκε.

Στην ίδια θέση προϋπήρξαν και τα παλιά μαγειρεία, έργο του Σάββα Μπούκη (περί το 1890), των οποίων σώζεται ένα αχρονολόγητο σχέδιο-στην ίδια σελίδα μαζί με το σχέδιο των μαγειρείων του Mon Repos-στο Αρχείο Αρχιτεκτονικής Τεκμηρίωσης του Μουσείου Μπενάκη. Το κτήριο ήταν διώροφο, με εμφανή λιθοδομή και διέθετε τμήμα μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής, καθώς και δωμάτια ύπνου στον όροφο. Είναι λογικό να υπήρχε ήδη η υπόγεια σήραγγα. Το έτος 1925-26, περιελήφθη στα κτήρια της Πρακτικής Γεωργικής Σχολής για ορφανά (Εθνικόν Αγροτικόν Ορφανοτροφείον Δεκελείας), με τις αίθουσες του ισογείου να χρησιμεύουν στη διδασκαλία και τα δωμάτια στον όροφο ως χώροι ύπνου του διδακτικού προσωπικού.

Τα μαγειρεία

Τα μαγειρεία

Το υπασπιστήριο

Το κτήριο αυτό ήταν το αντίγραφο μικρής βίλλας στο Bernstorff της Δανίας. Σχέδιο του Σάββα Μπούκη φιλοτεχνημένο «εν Τατοΐω τη 26η Νοεμβρίου 1890», αποκαλύπτει την αρχική γραφική όψη του κτηρίου που περατώθηκε στα 1892. Μολονότι αναφέρεται ως «σφαιριστήριο», επρόκειτο για κτήριο που εξαρχής στέγαζε δύο σαφώς ξεχωριστές λειτουργίες: το σφαιριστήριο, με είσοδο αποκλειστικώς από τη χαμηλή βεράντα στη νότια πλευρά, και το υπασπιστήριο, στο οποίο διέμεναν ο/οι υπασπιστές υπηρεσίας με είσοδο στην ανατολική πλευρά. Ενίοτε πραγματοποιούνταν στο σφαιριστήριο οι σχολικές εξετάσεις των βασιλοπαίδων. Το υπασπιστήριο στέγασε το πρώτο διάστημα το τηλεφωνικό κέντρο του Τατοΐου, που μεταφέρθηκε εκεί από το παλάτι, όπου ήταν αρχικά. Επί Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας (1924-1935) το κτήριο νοικιαζόταν το καλοκαίρι σε παραθεριστές.

Στη περίοδο της Παλινόρθωσης υπέστη ριζική αναδιάταξη, με την ενοποίηση όλου του ισογείου, τη διαίρεση του παλιού σφαιριστηρίου σε δύο επικοινωνούντα μεταξύ τους δωμάτια, την εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης και την κατασκευή στον όροφο λουτρού.

Στην Κατοχή χρησιμοποιήθηκε από τις γερμανικές αρχές ως κατάλυμα αξιωματικών που επέστρεφαν από δύσκολες αποστολές και είχαν ανάγκη να αναπαυθούν και να αναρρώσουν.

Στην περίοδο της βασιλείας του Παύλου, διέμενε στο κτήριο εκτός από τον υπασπιστή υπηρεσίας, ο γυμναστής του διαδόχου, η οικονόμος της βασιλικής επαύλεως, ενώ ένα δωμάτιο που έμενε ελεύθερο, διετίθετο ενίοτε σε μέλη του προσωπικού-πιο κοντινά στους βασιλείς-που για κάποιο λόγο είχαν ανάγκη να ξεκουραστούν και να αναλάβουν δυνάμεις στον καθαρό αέρα του Τατοΐου.

Στο υπασπιστήριο πραγματοποιήθηκε στα τέλη Νοεμβρίου 1966, μεταξύ του Γεωργίου Παπανδρέου, του Παναγιώτη Κανελλόπουλου και του πρέσβη Δ. Μπιτσίου, διευθυντού του πολιτικού γραφείου του βασιλέως, η πρώτη από τις δύο μυστικές συναντήσεις, που κατέληξαν στη συμφωνία του Τατοΐου, στόχος της οποίας ήταν η διάνοιξη της πορείας της χώρας προς τις εκλογές. Επί Επταετίας, κτίσθηκαν στον όροφο στη νότια πλευρά, ακαλαίσθητες προσθήκες που απομακρύνθηκαν κατά την πρόσφατη αποκατάσταση του κτηρίου από το υπουργείο Πολιτισμού.

Το Υπασπιστήριο

Το Υπασπιστήριο

Κτήριο προσωπικού

Η ανέγερση του κτηρίου του προσωπικού πρέπει να συνδεθεί με την ανάληψη της βασιλείας από τον Κωνσταντίνο Α’, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο νέος βασιλεύς εξακολουθεί να κατοικεί στο παλαιό μικρό ανάκτορο, καθώς η κυρίως βασιλική έπαυλη είχε δοθεί, βάσει της διαθήκης του Γεωργίου του Α’, στην μητέρα του, Όλγα. Περατώθηκε την άνοιξη του 1914. Πιθανός αρχιτέκτων ο Αναστάσιος Μεταξάς. Πρόκειται για ένα μακρόστενο διώροφο λιτότατο κτήριο, με δώδεκα ανά όροφο δωμάτια και ένα ευρύτερο στο κέντρο του κάθε ορόφου, που χρησίμευε ως εντευκτήριο.

Στην περίοδο της Α΄ Αβασίλευτης Δημοκρατίας, στέγασε το Εθνικό Αγροτικό Ορφανοτροφείο Δεκέλειας. Εκσυγχρονίσθηκε περί τα 1950, με την εγκατάσταση κεντρικής θέρμανσης και την κατασκευή λουτρών σε κάθε όροφο.

Το κτίριο του προσωπικού

Κτήριο προσωπικού

Κατοικία του φροντιστή

Είναι η κατοικία του επικεφαλής το ανδρικού προσωπικού των ανακτόρων. Το σημερινό κτήριο χρονολογείται την προπολεμική περίοδο, καθώς δεν διαφέρει αισθητικά από τα φυλάκια της φρουράς που τότε κτίζονται σε διάφορα σημεία του κτήματος. Στην ίδια θέση υπήρχε παλαιότερα ένας μικρός στρατώνας για τη φρουρά των δύο ανακτόρων, ενώ η προφορική τοπική παράδοση συνδέει το κτίσμα με το νοσοκομείο της βασίλισσας Όλγας, στο οποίο εξετάζονταν από τον αυλικό ιατρό-με τη βασίλισσα να εκτελεί χρέη νοσοκόμας-οι χωρικοί της περιοχής, ασθενείς ή τραυματίες.

Κατοικία του φροντιστή

Κατοικία του φροντιστή

Το κτήριο των τηλεπικοινωνιών

Ήταν αρχικώς το λημέρι του Χόλτσμαν, του αγαθού πρώτου τηλεγραφητή του Τατοΐου, ρητά του οποίου, γραμμένα σε γοτθική γραφή, διακρίνονται ακόμη στον τοίχο ορισμένων δωματίων. Η πυρκαγιά του 1916 «τσουρούφλισε», πλην όμως δεν κατέστρεψε το κτήριο, στο οποίο αργότερα μεταφέρθηκε και το τηλεφωνικό κέντρο των ανακτόρων, από το υπασπιστήριο όπου στεγαζόταν προηγουμένως.

Στην περίοδο της βασιλείας του Παύλου Α’ και του Κωνσταντίνου Β’, εργάζονταν στις τηλεπικοινωνίες του Τατοΐου πέντε τηλεφωνητές-τρεις άνδρες και δύο γυναίκες-κι ένας προϊστάμενος, όλοι υπάλληλοι του ΟΤΕ. Βοηθός τους και νυχτοφύλακας ήταν ένας χωροφύλακας που ανελάμβανε να ξυπνά τον τηλεφωνητή για να κάνει την σύνδεση, στις σπάνιες νυχτερινές κλήσεις. Η βάρδια ήταν 24ωρη.

Το κτήριο των Τηλεπικοινωνιών

Το κτήριο των Τηλεπικοινωνιών

Η «Οικία Στουρμ»

Εναπόκειται στην έρευνα να αποδείξει κατά πόσο η σημερινή μορφή του κτηρίου είναι η αρχική ή αν προστέθηκε σ’ αυτό ο δεύτερος όροφος, ταυτόχρονα με την προσθήκη του τρίτου ορόφου στο πρώτο ανάκτορο το 1888-89, με το οποίο παρουσιάζει ομοιότητες. Είναι κτίσμα του 1874 και επομένως είναι το παλαιότερο σωζόμενο κτήριο του Κτήματος. Υπήρξε εξαρχής παρακολούθημα της πρώτης βασιλικής κατοικίας, χρησιμεύοντας ίσως και ως υπασπιστήριο. Αργότερα εμφανίζεται στα τοπογραφικά ως «κατοικία οινοποιού», που την περίοδο εκείνη ήταν το γάλλος Cornillon ( ο κ. «Κορνήλιος» των ανθρώπων του κτήματος). Οφείλει την ονομασία του στον Στουρμ, τον βερολινέζο αγρονόμο-οινοποιό, που την κατοίκησε επί μακρόν, μαζί με τη γυναίκα του, και του οποίου το όνομα είναι συνδεδεμένο με το τραγικό περιστατικό που στη ζωή στον 27χρονο βασιλιά Αλέξανδρο. Στον Στουρμ ανήκε ο πίθηκος που τραυμάτισε τον νεαρό ηγεμόνα και στην ομώνυμη οικία παρασχέθηκαν στον Αλέξανδρο οι πρώτες βοήθειες. Ο Στουρμ πέθανε αργότερα από κατάθλιψη.

Στην περίοδο της Α’ Αβασίλευτης Δημοκρατίας το σπίτι νοικιαζόταν σε παραθεριστές, στη δε Κατοχή χρησίμευε ως αναπαυτήριο γερμανών αξιωματικών που επέστρεφαν από το μέτωπο.

Κατά την περίοδο της βασιλείας του Παύλου, παραχωρήθηκε στην οικογένεια ενός απόστρατου χωροφύλακα, η οποία έκαμε στο κτήμα διάφορες μικροδουλειές.

H "Οικία Στούρμ"

H “Οικία Στούρμ”

Τα γκαράζ

Τα γκαράζ καθώς και δύο μονόχωροι οικίσκοι (πιθανώς καταλύματα των οδηγών υπηρεσίας) κτίσθηκαν μέσα στη διετία 1937-39, στη θέση των παλαιών ανακτορικών σταύλων που κάηκαν στην πυρκαγιά του 1916. Από παλιούς χάρτες, αλλά και από φωτογραφίες τραβηγμένες από μακριά στις αρχές του 20ου Αιώνα, συμπεραίνουμε ότι το συγκρότημα αυτό αποτελείτο από ένα μεγάλο στενόμακρο κτήριο (ο κύριος σταύλος αλόγων), ένα διώροφο σπίτι δυτικά του, κάθετο προς αυτόν κι ένα δεύτερο μικρότερο οίκημα, σχεδόν απέναντι από την οικία Στρουμ, επίσης με οξυκόρυφη δίρριχτη στέγη. Ανάμεσα στο συγκρότημα των σταύλων και την λοιπή αυλική ενότητα του κτήματος, διέρχονταν η πρώτη-μετά το 1890-παράκαμψη της δημόσιας οδού Αθηνών-Χαλκίδας.

Μετά την κατάργηση της βασιλείας κτίσθηκε, στην ανατολική πλευρά της αυλής, παράλληλα προς τα γκαράζ, μια πρόχειρη αποθήκη για την φύλαξη μικρών ταχυπλόων σκαφών που ανήκαν στη βασιλική οικογένεια.

Τα Γκαράζ

Τα Γκαράζ

Οι στρατώνες

Πρωτοκτίσθηκαν στα χρόνια του βασιλέως Κωνσταντίνου Α’ (περίπου το 1913-15) και συντηρήθηκαν σε έκταση στην Παλινόρθωση. Το γεγονός όμως ότι έγγραφο των αρχών της δεκαετίας του 1950, αναφέρει τους στρατώνες ως νεόδμητους, φανερώνει ότι δεινοπάθησαν κατά την πολεμική περίοδο και ότι επισκευάστηκαν εκ βάθρων ή και επεκτάθηκαν λόγω της μόνιμης εγκατάστασης της βασιλικής οικογένειας στο Τατόι. Είχαν θαλάμους στρατωνισμού τόσο για τους Ευζώνους της Ανακτορικής φρουράς όσο και για τους χωροφύλακες και τους άλλους οπλίτες της φρουράς του Τατοΐου. Από το 1983 κι μετά, χρησιμοποιεί το κτήριο ο σύλλογος «Οι φίλοι του δάσους».

Οι στρατώνες

Οι στρατώνες

 

 

Κείμενο και φωτογραφίες από τον ιστότοπο “Φίλοι του Κτήματος Τατοϊου

 

 

 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content