Το άνοιγμα των σχολείων (τότε και τώρα)

Της Ελένης Μανιωράκη - Ζωϊδάκη(*)

Λες και χωρίζουν αιώνες την εποχή εκείνη την νοσταλγική, από την σημερινή άχαρη εποχή. Σεπτέμβρη άνοιγαν και τότε τα σχολεία, αλλά ήταν ένα γεγονός που έμοιαζε με γιορτή.

Τότε ο ρόλος της καμπάνας σε  κάθε χωριό ήταν σημαντικός. Το γλωσσίδι της ήξερε  να σημαίνει με διαφορετικούς ήχους τα γεγονότα. Άλλος για την κυριακάτικη λειτουργία, άλλος για το γάμο . άλλος για  την κηδεία, άλλος για να  αναγγείλει καταστροφικά γεγονότα.   Την πρώτη του Σεπτέμβρη όμως η φωνή της καμπάνας ηχούσε αλλιώτικα.  Απευθυνόταν στα αφτάκια των μικρών  μαθητών,  γλυκά, τρυφερά και εκείνα είχαν τη δυνατότητα να ερμηνεύουν το μήνυμά της. Κάθε χρόνο το ίδιο, κάθε χρόνο και καινούριο. Κι έπαιρνε το μήνυμα ο άνεμος και το έφερε στους αμπελώνες . Ο τρύγος  συνήθως ήταν στο φόρτε του κι εκεί  βρισκόταν οι μαθητές βοηθώντας τους γονείς τους  να συλλέξουν τον ευλογημένο καρπό που θα έτρεφε κι αυτούς και ολόκληρη την οικογένεια.

Με το πρώτο κάλεσμα της καμπάνας, οι πιο ανυπόμονοι πετούσαν το σκουφάκι του ήλιου κι έτρεχαν να γραφούν στην καινούρια  τους τάξη. Μάταια οι μεγαλίστικες φωνές προσπαθούσαν να αποτρέψουν τη φυγή .

Η δασκάλα έστειλε το κάλεσμα κι αυτά έπρεπε να υπακούσουν  αμέσως  κι ας είχαν ένα δεκαήμερο μπροστά τους. Έβαζε στα πόδια τους φτερά η χαρά. Έφταναν σπίτι τους ξέπλεναν τα χέρια και το πρόσωπο από την Αυγουστιάτικη σκόνη και το γλυκό μούστο, έστρωναν με τα χέρια  τα ιδρωμένα μαλλιά τους ,φορούσαν τα ρούχα  που φορούσαν σε ειδικές περιστάσεις, έπαιρναν στα χέρια το ενδεικτικό που τους έδωσε την άδεια να φοιτήσουν σε μια άλλη τάξη πιο μεγάλη κι έπαιρναν το δρόμο για το σχολειό. Δρόμο –δρόμο ψιθύριζαν με καμάρι , τα ακαταλαβίστικα που έγραφε το ενδεικτικό τους και χαιρόταν που η μόρφωση τους, τους   επέτρεπε να μιλάνε σαν τον αστυνόμο, τον δάσκαλο και τον παπά του χωριού.

 Ο  ΜΑΘΗΤΗΣ (                )  ΠΑΤΡΟΣ (                           )

.ΔΙΑΚΟΥΣΑΣ    ΤΑ   ΜΑΘΗΜΑΤΑ   ΤΗΣ (         ) ΤΑΞΕΩΣ

 ΕΚΡΙΘΗ    ΑΞΙΟΣ   ΠΡΟΑΓΩΓΗΣ    ΜΕ   ΤΟΝ   ΒΑΘΜΟΝ  (              )

ΔΙΑΓΩΓΗ ΔΕ ΕΠΕΔΕΙΞΑΤΟ ΚΟΣΜΙΩΤΑΤΗ

Εν   Πανασσώ   τη ……………..Ιουνίου 195…

Ο αέρας  ανέμιζε τα μπερδεμένα τους  μαλλιά  και χάιδευε το ηλιοκαμένο πρόσωπό τους. Το ενδεικτικό το κρατούσαν με καμάρι με το ένα χέρι. Το ένα χέρι μόνο, το άλλο το είχαν χώσει στην τσέπη τους, γιατί μέσα στη χούφτα τους κρατούσαν σφικτά το χρηματικό ποσό που έπρεπε να προκαταβάλουν για να είναι έγκυρη η εγγραφή τους  τη νέα σχολική χρονιά.

Πόσα παιδιά δεν γύρισαν πίσω δακρυσμένα, γιατί ο πατέρας ή δεν είχε ή δεν ήθελε να διαθέσει αυτό το ποσό . «Τι τα θέλουν τα γράμματα» έλεγαν τα αμόρφωτα μυαλά «καλύτερα να δουλέψουν στα χωράφια, ολόκληρη οικογένεια ποιος θα τη θρέψει»;

Ας έλεγαν οι νόμοι ότι η εκπαίδευση ήταν υποχρεωτική, κάποια παραπεταμένα ανθρωπάκια ουδέποτε πάτησαν το πόδι τους στο σχολειό.

Τα άλλα, τα τυχερά της γνώσης,  έτρεχαν  ανυπόμονα να γνωρίσουν το καινούριου πρόσωπο του δασκάλου. Τι αγωνία! τι καρδιοχτύπι! Που θα γινόταν φύλλο και φτερό  αν αυτό το πρόσωπο ήταν γελαστό και καλοσυνάτο.

Μια εποχή τόσο μακρινή και κοντινή συνάμα, μια εποχή τόσο αλλιώτικη, τόσο ανθρώπινη μα  και σκληρή.
Τότε που ο δάσκαλος βίτσα κρατούσε

κι όποια παράβαση την τιμωρούσε .

Τότε  που τα κοντά παντελονάκια

φιγούραραν σε δυο άσπρα ποδαράκια.

που τ’ άσπρα γιακαδάκια στην ποδιά μας,

ζωγράφιζαν λευκά τα όνειρα μας,

που’χαμε μάθημα πρωί και βράδυ

και δυσκολόβρετο ήταν το χάδι.

«Μα    έφθασαν χρόνια δίσεκτα και μήνες οργισμένοι» που τα όμορφα χαθήκαν και τα σχολεία της γνώσης και της χαράς μεταλλάχθηκαν σε σχολεία της επιτήρησης και του ελέγχου. Την  λαχτάρα για αγκαλιές και φιλιά έχει αντικαταστάσει η υποψία κι ο φόβος. Η επιστροφή αυτή βρίσκεται κόντρα με την αυθόρμητη   φύση των μαθητών γιατί αυτό το άνοιγμα ελλοχεύει απαγορεύσεις  και ανήκουστα πρέπει.

Η δεκάτη Τρίτη Σεπτεμβρίου κρατά το κλειδί που θα ανοίξει τα σχολεία εφέτος. Ένα άνοιγμα τόσο διαφορετικό, τόσο πιεστικό, τόσο θλιμμένο. Το χαμόγελο που συνοδεύει την κάθε επιστροφή, φυλακισμένο πίσω από την άψυχη μάσκα,  αδυνατεί να διαλύσει την φοβιστική ατμόσφαιρα. Στα μάτια τρεμοπαίζει η απορία η άλυτη. Ποιος κατάπιε το χθες και δολοφόνησε την καλήν τους μοίρα!  Ποιος γέμισε  τον δρόμο της νέας γενιάς μ’αγκάθια και παγίδες! Ποιος έβαψε το χρώμα της ελπίδας με μαύρο! Ποιος σκότωσε την ανεμελιά, τον αυθορμητισμό, την αθωότητα των μικρών αγγέλων και σκοτείνιασε τον ουρανό τους!  Ποιος άλλαξε το κόκκινο με γκρίζο! Ποιος χαλαστής μουτζούρωσε και μπέρδεψε τις σκέψεις στα παιδικά μυαλά! Ποιες θεμελιωμένες αλήθειες κι αξίες είναι αναγκασμένα να διαγράψουν! Πώς να αλλάξουν πράξεις και συμπεριφορές  που με αυτές   θεμελίωσαν και έκτισαν το σημερινό τους οικοδόμημα!
Δανάη, Ορφέα, Μυρτώ, Ευριπίδη, Σωκράτη, Λυδία, Αλκμήνη,  Απόλλων, επιστρέφετε με τα φτερά τσακισμένα με τις ελπίδες  .
τσακισμένες και το μέλλον κουκουλωμένο με μπούργα κι ερωτηματικά.

Για να πάρεις  ενδεικτικό  «καλής διαγωγής» τούτη την σαρκοφάγα εποχή πρέπει να αποστηθίσεις τον κανόνα που ο  κορωνοϊός υπογράφει: Κάνε το εμβόλιο του φόβου,   μην ακουμπάς, μην χαιρετάς, μην αγγίξεις, μη αγκαλιάζεις μη φιλάς, κάθισε  στριμωγμένος στην φυλακή σου.   Η Νέα Τάξη ετοιμάζει τον νέο κόσμο της υποταγής. Χαμογελάτε όμως.

Το χαμόγελο το αυθεντικό  δεν έχασε ποτέ τη δύναμη του.

Χαμογέλα κι εσύ   δάσκαλε. Άνοιξε τους κρουνούς  της αγάπης και πότισε τα όνειρα των μαθητών σου.  Άνοιξε μια  απέραντη αγκαλιά και φυλάκισε όλους τους φόβους των μαθητών σου.

Γίνε θεός και δίδαξε τους την αλήθεια. Μακριά από προκαθορισμένους δρόμους που εγκλωβίζουν την σκέψη και καταντούν τον άνθρωπο «δούλο». Πλάσε την καρδιά τους  τεράστια έτσι που να χωρεί ολόκληρη  η Ελλάδα από τα πανάρχαια χρόνια ως σήμερα.

Μάθε τους να υψώνουν Παρθενώνες

το ηθικό κι ωραίο να γνωρίζουν

κι ότι «απάντων αγιώτερον εστί η πατρίς»

Για να μπορέσουν αύριο ν’ αναφωνήσουν

στο δάσκαλό μου οφείλω το «ΕΥ ΖΗΝ»

 

Καλή χρονιά συνάδελφοι

Καλή χρονιά σε όλο το μαθητόκοσμ

 

 

(*) Η κ. Ελένη Μανιωράκη – Ζωϊδάκη είναι δασκάλα, λογοτέχνις

 

 

 

 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content