Ο Ψυχάρης της νιότης μας – Όσα έζησα στον ΔΟΛ

Της Δήμητρας Κρουστάλλη

Ο Σταύρος Ψυχάρης ήταν… Τι να γράψει κάποιος για τον Ψυχάρη, και ειδικά ένας ή μία από εμάς, που πήγαμε στο Βήμα στην αρχή της δεκαετίας του ’90, ανίδεοι και άσχετοι με τη δημοσιογραφία;

Το «μαγαζί» τότε ήταν θρυλικό και ο διευθυντής του ένας πανίσχυρος άνθρωπος, τραχύς και γοητευτικός, σκληρός, απαιτητικός αλλά και απρόσμενα υποχωρητικός, δεσποτικός που απολάμβανε να του αντιμιλάς, μια αντιφατική προσωπικότητα, όπως όλες οι προσωπικότητες που ξεφεύγουν από τον μέσο όρο. Ήταν ο άνθρωπος που μας διαμόρφωσε, όχι μόνο επαγγελματικά αλλά ακόμα και σε πτυχές του χαρακτήρα μας που ανακαλύπταμε όσο μεγαλώναμε.

Ο Σταύρος Ψυχάρης

Θραύσματα αναμνήσεων, από μια, ολότελα πια, χαμένη εποχή. Σεπτέμβριος 1991, φθινοπωρινή εξεταστική του δεύτερου έτους στη Νομική Σχολή Αθηνών, πήγα στο Βήμα ως δόκιμη, με τα βιβλία στο χέρι, χωρίς καμία συναίσθηση του «χώρου». Το Βήμα ήταν ακόμα στον δεύτερο όροφο της Χρήστου Λαδά, και όπως έμπαινες περνούσες ανάμεσα από τα αντικριστά γραφεία του Χρήστου Λαμπράκη και του Σταύρου Ψυχάρη. Διέσχισα τον στενό διάδρομο με άνεση, αγνοώντας τι βρισκόταν στις δύο πλευρές του.

Σύντομα, ανακάλυψα ότι, ανάμεσα σε τόσα άγνωστα πρόσωπα που βρίσκονταν μπροστά μου στριμωγμένα σε μια σχεδόν ενιαία, κακοφωτισμένη και φανερά μικρή αίθουσα, με τους εκτυπωτές και το χαρτί στα φαξ να κρέμεται ως στο πάτωμα, ο άνδρας με το καναρινί καλοκαιρινό πουλόβερ και το πορτοκαλί παντελόνι ήταν κάτι ιδιαίτερο. Ένα τόσο φανταχτερό ντύσιμο θα έκανε γελοίο όποιον άλλον το φορούσε, αλλά η ατμόσφαιρα φόβου και σεβασμού που περιέβαλε τον Ψυχάρη «πάγωνε» αμέσως ακόμα και το πιο ελαφρύ περιπαικτικό χαμόγελο (σαν το δικό μου).

Το Βήμα εκείνης της εποχής έφερνε τους δημοσιογράφους στα όριά τους. Ήταν υπερβολικά απαιτητικό. Ο κανόνας του Ψυχάρη ήταν ότι έμεναν στην εφημερίδα όσοι δόκιμοι κατάφερναν να δημοσιεύονται τα κείμενά τους, κάτι που ορισμένες φορές ήταν ανέφικτο λόγω της πληθώρας ύλης και της ασήμαντης αξίας των κειμένων. Οι δόκιμοι έβαζαν φωτοτυπίες των δημοσιευμένων κειμένων τους -τα μονόστηλα δεν μετρούσαν- σε έναν φάκελο, στο τέλος κάθε μήνα, και τον άφηναν στη γραμματέα του. Οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι έπρεπε να φέρνουν αποκλειστικά θέματα, αν δεν τα έβρισκαν εκείνοι τα έβρισκε ο διευθυντής, κάτι που θεωρούνταν μεγάλη ντροπή. Εννοείται ότι διαψεύσεις δεν επιτρέπονταν.

«Πάρε αυτό», σου πέταγε ένα χαρτί με οδηγίες, στην αρχή της εβδομάδας και σε λίγες ώρες περίμενε γραμμένο το θέμα και ας κυκλοφορούσε η εφημερίδα την Κυριακή. Τις περισσότερες φορές, αυτό που ζητούσε ήταν ισοδύναμο με το αδύνατο. «Σου ζήτησε κάτι ο διευθυντής σου και δεν το έφερες;», βρυχώταν όταν επέστρεφες με ό,τι είχες καταφέρει να μάθεις από δω και από κει. Αν ήταν Πέμπτη ή Παρασκευή, ξεκινούσες με την απειλή «αν δεν το βρεις, να πας κατευθείαν στο λογιστήριο». Ηρεμούσε μόνο όταν έβλεπε ότι προσπάθησες πραγματικά.

Προσωπικά παιχνίδια από τους συντάκτες του δεν ανεχόταν. «Να πεις στον τάδε που σου τα είπε αυτά, να σου δώσει και το υπόλοιπο ρεπορτάζ!», κατακεραύνωνε όποιον προσπαθούσε να του κάνει τον έξυπνο.

Όσο σκληρά φερόταν στο εσωτερικό της εφημερίδας τόσο προστάτευε τους δημοσιογράφους από… εξωτερικές απειλές. «Οι συντάκτες μου…», έλεγε με έναν τρόπο που έκανε περιττή την υπόλοιπη συζήτηση. Ήμασταν οι συντάκτες του και λογοδοτούσαμε μόνο σε εκείνον. Ακόμα και αρχισυντάκτες απολύονταν αν δεν μας συμπεριφέρονταν με σεβασμό. Το μόνο που δεν ήθελε ήταν να του ζητάς αύξηση. Το κόλπο για να ξεφορτωθεί όποιον είχε τέτοιο αίτημα, ήταν ότι του ζητούσε να του πει μέχρι και το τελευταίο δεκαδικό νούμερο το ποσό των μεικτών αποδοχών του. Σχεδόν κανένας δεν το ήξερε και εκείνος πέταγε τον αιτούντα, με προσποιητή αγανάκτηση, έξω από το γραφείο του. «Δεν ξέρεις πόσα παίρνεις και θέλεις αύξηση! Αν είχες πραγματικά ανάγκη, θα γνώριζες ακριβώς τον μισθό σου!», φώναζε πίσω του. Αν αρρώσταινες, δεν λυπόταν τα έξοδα. Τον θαυμάζαμε και τον μισούσαμε, τον μισούσαμε και τον αγαπούσαμε, και πάλι από την αρχή.

Το Βήμα ήταν ανατρεπτικό. Κάθε τόσο ο Λαμπράκης, αλλά κυρίως ο Ψυχάρης ήθελε να κάνει τη ζαβολιά του, να παίξει με το σύστημα, να τρολάρει τη σοβαροφάνεια και τον καθωσπρεπισμό του. Και έτσι σε μια βαριά πολιτική εφημερίδα εμφανίζονταν, στα καλά καθούμενα, πρωτοσέλιδοι τίτλοι, άρθρα, «βηματοδότες», «βλάσφημα» θέματα που θα ταίριαζαν σε κίτρινες φυλλάδες, γραμμένα όμως με εξεζητημένο στυλ, πικάντικα σχόλια, κάθε λογής σκάνδαλα και σκανδαλάκια. Ο Ψυχάρης λάτρευε το κουτσομπολιό, ήταν άλλωστε εκείνος που ξεκίνησε τη στήλη «Σίβυλλα». Ή ξεκινούσαμε έρευνες που διαρκούσαν δύο μήνες (π.χ. η μαφία των δημάρχων κ.α.) για να αναζωογονήσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών. «Εμείς είμαστε πάντα με την κοινωνία, όχι με την εξουσία!», μας έλεγε για να μας δυναμώσει απέναντι στις γκρίνιες και στα παράπονα.

Παρά τα παιχνίδια εξουσίας σε επίπεδο κορυφής, τα οποία παρέμεναν στην κορυφή, το Βήμα εσωτερικά ανήκε στον εαυτό του. Ο Ψυχάρης το διασφάλιζε αυτό. Είχαμε την απόλυτη σιγουριά ότι αν το ρεπορτάζ ήταν σωστό, τίποτα δεν θα μας άγγιζε. «Φέρτε μου την είδηση και μη σας νοιάζει, όποιον και αν αφορά. Ακόμα και οι στενότεροι φίλοι μου προτιμώ να με φοβούνται», έλεγε. Πολλές φορές, υπουργοί και πρωθυπουργοί τηλεφωνούσαν, απαιτώντας να απολυθούν συντάκτες, οι οποίοι συνήθως δεν μάθαιναν τίποτα για αυτά. Ο Ψυχάρης είχε τον τρόπο του να διαχειρίζεται την εξουσία, χωρίς να παραδίδεται σε αυτή. Όταν τα πράγματα δυσκόλευαν, έγραφε ένα κύριο άρθρο, που κατέληγε πάντα με τη φράση «η είδηση που δεν διαψεύδεται δεν είναι είδηση» και σφύριζε τη λήξη του ματς.

Μπορούσε να συμπεριφερθεί με ωμότητα, με πανουργία, και με μια καλλιεργημένη, αυτοδίδακτη και επινοημένη από τον ίδιο ευγένεια, που κανένας δεν ήξερε ποτέ πόσο θα διαρκέσει. Ο λόγος που αδιαφορούσε για τις άλλες εξουσίες, ήταν ότι έχτισε μόνος του, από το τίποτα, μια υπερεξουσία κομμένη και ραμμένη πάνω του. Όσοι βρέθηκαν στις προεκλογικές βραδιές που οργάνωνε στο σπίτι του το είδαν με τα μάτια τους.

Ένα σχόλιο των 150-200 λέξεων, στις πίσω σελίδες, αρκούσε για να τηλεφωνούν ισχυροί υπουργοί στον πιο ταπεινό συντάκτη για να μάθουν τι έκαναν και τους χτυπάει ο Λαμπράκης ή ο Ψυχάρης. Την εποχή που συζητούσαν στο δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων αν θα παραχωρήσουν επιπλέον έκταση στο Μέγαρο Μουσικής για την επέκταση του κτιρίου και το πάρκινγκ, έρχονταν δημοτικοί σύμβουλοι της αντιπολίτευσης που «στόλιζαν» κανονικά και τον έναν και τον άλλον, με έπαιρναν παράμερα και με ρωτούσαν με αγωνία αν έμαθαν τις αγορεύσεις τους και πώς τις σχολίασαν. Φυσικά, δεκάρα δεν έδινε ούτε ο Λαμπράκης ούτε ο Ψυχάρης για τέτοια πράγματα.

Ο Ψυχάρης ήταν από τα άγρια χαράματα στο ρεπορτάζ, ήθελε να μαθαίνει τα πάντα και αλίμονο αν του πήγαινες μισό το θέμα. Ήθελε καλούς γραφιάδες, η πένα μέτραγε πολύ περισσότερο από άλλα προσόντα, π.χ. ακαδημαϊκούς τίτλους και πτυχία. Μέτραγε επίσης και το ένστικτο στο ρεπορτάζ. «Δεν πετάς έναν που φέρνει θέματα, επειδή δεν γράφει καλά», έλεγε. Όταν παραζόριζε κάποιον από μας, τον φώναζε στο γραφείο του. «Ξέρεις, στη ζωή υπάρχουν αυτοί που τραβάνε το κάρο και αυτοί που κάθονται στην καρότσα. Εσύ είσαι από αυτούς που τραβάνε το κάρο». Αυτή τη φιλοφρόνηση τη θεωρούσε αρκετή για να επιστρέψεις στη δουλειά σου χωρίς πολλά πολλά, και, αν ήταν σε μεγάλα κέφια, σου χάριζε και ένα βιβλίο από τις στοίβες που βρίσκονταν στα ράφια και στο πάτωμα και τα περισσότερα από τα οποία δεν ξεφύλλιζε ποτέ. Ορισμένα είχαν χειρόγραφες αφιερώσεις, τις οποίες επίσης αγνοούσε.

Γύρω από την Πλατεία Καρύτση βρίσκονταν τα γραφεία των Νέων, του Βήματος, και της Ελευθεροτυπίας. Το Νέα είχαν τη φιλελεύθερη σφραγίδα του Λέοντα Καραπαναγιώτη. Η Ελευθεροτυπία ήταν ένα ανοιχτό και αναρχικό «μαγαζί». Στο Βήμα επικρατούσε στρατιωτική πειθαρχία. Υπήρχαν κανόνες για όλα. Από το πώς θα ντύνεσαι -όποιος περνούσε στο πολιτικό ρεπορτάζ έπαιρνε και προίκα δύο κοστούμια- μέχρι πώς θα φέρεσαι. «Εκπροσωπείς το Βήμα», άκουγες κάθε τρεις και λίγο. Όχι ότι δίναμε μεγάλη σημασία εκείνη την εποχή, αλλά, σιγά σιγά, στάλαζε μέσα μας η ιδέα ότι αξίζαμε γιατί ήμασταν οι καλύτεροι και ήμασταν οι καλύτεροι επειδή δεν χαλαρώναμε ποτέ. Η ψυχαναγκαστική σχέση με τη δουλειά είναι κληρονομιά Ψυχάρη.

Και να θέλαμε να χαλαρώσουμε ήταν αδύνατον. Ο Ψυχάρης ελαφροπατώντας -αυτό ήταν για εμάς το πιο «επικίνδυνο» χαρακτηριστικό του- εμφανιζόταν στα γραφεία μας τις πιο απίθανες ώρες και μας τσάκωνε να χαλαρώνουμε με όποιον τρόπο μπορούσαμε, πότε με καυγάδες, πότε με στοιχήματα, πότε να περιμένουμε μισοκοιμισμένοι και χυμένοι στα γραφεία μας να περάσουν οι ώρες της ατελείωτης βάρδιας, ειδικά της σαββατιάτικης, που ήταν από τις 9 το πρωί μέχρι τις 9 το βράδυ. Αυτές ήταν στιγμές που είτε θα ξεκινούσε πανηγύρι είτε κάποιος θα κινδύνευε μέχρι και να απολυθεί, αν την είχε κοπανήσει χωρίς να ειδοποιήσει.

Ο Ψυχάρης αγαπούσε τον τζόγο και τα στοιχήματα. Σε αυτά τα ξαφνικά ντου είχε συχνά μαζί του χαρτονομίσματα μικρής αξίας και μας ζητούσε να μαντέψουμε τον λήγοντα αριθμό τους. Αν χάναμε, έπαιρνε τα χρήματα, φρόντιζε όμως να τα επιστρέψει με κάποιο κέρασμα. Άλλες φορές είχε διάθεση να διηγηθεί ιστορίες. Ήταν συναρπαστικός αφηγητής, με πραγματική αίσθηση του χιούμορ, και αν τον διέκοπτες ή έφευγες από την ομήγυρη, επειδή κάτι γινόταν στη βάρδιά σου, σε έπαιρνε ο διάολος και ας έκλεινε από λεπτό σε λεπτό η δεύτερη έκδοση. Οι περισσότερες ιστορίες αφορούσαν την περίοδο του Καραμανλή, που μάλλον ήταν ο άνθρωπος που τον επηρέασε βαθύτατα. Όταν ήθελε να πει κάτι πιο προσωπικό για εκείνον επέλεγε μια ιστορία με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Του άρεσαν, επίσης, τα ανέκδοτα.

Ήταν, όμως, και ιδιότυπα μισογύνης -«δεν θέλω γυναίκες στο πολιτικό!», έλεγε συχνά, στα υπόλοιπα ρεπορτάζ δεν είχε πρόβλημα- και μπορούσε να γίνει πεισματικά άδικος, σε σημείο που όταν το αναγνώριζε δεν σήμαινε πλέον τίποτα για τον άλλον. Ο Ψυχάρης που γνώρισα είχε δύο φάσεις. Στην πρώτη, ήταν ένας από μας, βρισκόταν συνέχεια ανάμεσά μας, μας καθοδηγούσε με τον τρόπο του, ήταν διδακτικός μέσα από τις απαιτήσεις του, σε πέταγε κατευθείαν στα βαθιά και σε άφηνε να τα βγάλεις πέρα σχεδόν χωρίς βοήθεια. «Πάρε τον υπουργό!», απαιτούσε από συντάκτες δύο και τριών μηνών που έτρεμε το φυλλοκάρδι τους. Πάνω στον χρόνο, ο υπουργός ήταν κάποιος στον οποίο τηλεφωνούσες με μεγάλη άνεση. «Ξέρεις πόσους τέτοιους θα δεις στη ζωή σου;», ρωτούσε ο Ψυχάρης.

Για όσους τον ζήσαμε από κοντά στο ρεπορτάζ, ήταν ένας πραγματικά σπουδαίος δημοσιογράφος! Έξυπνος, επινοητικός, μπροστά από τα γεγονότα. Την τελευταία φορά που τον είδα να ξαγρυπνά για την έκδοση της εφημερίδας, με το τηλέφωνο στο χέρι, ήταν το διάστημα από την παραίτηση Παπανδρέου μέχρι την επιλογή Παπαδήμου, στην πρωθυπουργία.

Η δεύτερη φάση ξεκίνησε με τον μεγάλο πλουτισμό, ο Ψυχάρης έγινε πιο απόμακρος. Τόσο που στο τέλος δεν καταλάβαμε, ούτε εμείς ούτε εκείνος, πόσο μακριά είχε φύγει πλέον από την πραγματικότητα που μας απειλούσε. Εμάς και μια ολόκληρη εποχή για τη δημοσιογραφία.

 

 

iefimerida.gr

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content